Ιωάννης Άγγελος (σεβαστοκράτωρ)

Βυζαντινός αριστοκράτης, στρατηγός και κυβερνήτης

Ο Ιωάννης Άγγελος (έδρασε μεταξύ 1328-1348) ήταν Βυζαντινός αριστοκράτης, στρατηγός και κυβερνήτης. Αρχικώς διακρίθηκε κατά την διάρκεια καταστολής εξέγερσης στην Ήπειρο το 1339-1340, περιοχή της οποίας στη συνέχεια ορίστηκε ως κυβερνήτης. Συγγενής του σημαίνοντος αριστοκράτη και Αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, τάχθηκε με το μέρος του τελευταίου κατά την διάρκεια του εμφύλιου πολέμου του 1341-1347, ενώ προς τα τέλη του 1342 ορίστηκε ως κυβερνήτης της Θεσσαλίας (και πιθανώς της Ηπείρου), θέση την οποία και διατήρησε έως τον θάνατό του, το 1348.

Ιωάννης Άγγελος
Γενικές πληροφορίες
Θάνατος1348
Κωνσταντινούπολη
Αιτία θανάτουπανώλη
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΟρθόδοξη Εκκλησία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
στρατιωτικός[1]
Τίτλοςπιγκέρνης και σεβαστοκράτωρ, κεφαλή της Ηπείρου και της Θεσσαλίας
Οικογένεια
ΣυγγενείςΙωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός (εξάδερφος)
ΟικογένειαΟίκος των Αγγέλων
Εν ενεργεία1328-1348

Βιογραφία

Επεξεργασία

Ο Ιωάννης Άγγελος ήταν συγγενής –περιγράφεται εναλλακτικά ως ανιψιός ή εξάδελφος, το με δεύτερο να θεωρείται ως πιθανότερο– του Ιωάννη Καντακουζηνού,[2][3] στενού φίλου και συντρόφου του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (βασίλευσε μεταξύ 1328-1341) και μετέπειτα αυτοκράτορα ως Ιωάννης ΣΤ΄ (βασίλευσε μεταξύ 1341-1354).[4] Τα ονόματα και η ταυτότητα των γονέων του Ιωάννη Άγγελου δεν είναι γνωστά. Μόνη ακριβής διαθέσιμη πληροφορία είναι, πως ήταν γαμπρός τού πρωτοβεστιάριου Ανδρόνικου Παλαιολόγου.[2][5][6] Στα απομνημονεύματά του ο Ιωάννης Καντακουζηνός αναφέρει, πως ο ίδιος ανέθρεψε τον Ιωάννη Άγγελο και του δίδαξε την τέχνη του πολέμου.[6]

Ο Ιωάννης κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του το 1328, ως κυβερνήτης της Καστοριάς,[6] ενώ στην συνέχεια αναφέρεται προς το 1336/7, όταν κατείχε την θέση της κεφαλής των Ιωαννίνων, φέροντας παράλληλα τον τίτλο του πιγκέρνη.[6][7] Τα Ιωάννινα, όπως η πλειοψηφία των εδαφών του τέως Δεσποτάτου της Ηπείρου, είχαν προσαρτηθεί πρόσφατα από τον Ανδρόνικο Γ΄, έπειτα από τον ξαφνικό θάνατο του δεσπότη της Ηπείρου Ιωάννη Β΄ Ορσίνι το 1335, ο οποίος άφησε την Ήπειρο στα αδύναμα χέρια του νεαρού Νικηφόρου Β΄ Ορσίνι και της μητέρας αυτού Άννας Αγγελίνας.[8] Η βυζαντινή κυριαρχία γενικώς δεν βρήκε αποδοχή από τον τοπικό πληθυσμό,[9] με αποτέλεσμα το 1339 να ξεσπάσει εξέγερση στην Ήπειρο, η οποία σε σύντομο διάστημα κέρδισε έδαφος, με τους εξεγερθέντες να καταλαμβάνουν ορισμένα στρατηγικής σημασίας φρούρια, συμπεριλαμβανομένης της παλιάς πρωτεύουσας του δεσποτάτου, της Άρτας. Ύστερα από λίγο ο Ανδρόνικος Γ΄ έστειλε τον Ιωάννη Άγγελο, μαζί με τον κυβερνήτη της Θεσσαλίας Μιχαήλ Μονομάχο, ως εμπροσθοφυλακή του Ρωμαϊκού στρατού στην Ήπειρο. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας και ο Καντακουζηνός ακολούθησαν κατά την διάρκεια της άνοιξης του 1340. Οι εξεγερθέντες απέφυγαν τις μάχες σε ανοιχτό πεδίο και αποσύρθηκαν στα φρούρια, τα οποία το ένα μετά το άλλο κατελήφθησαν κατόπιν πολιορκίας ή διαπραγμάτευσης, με αποτέλεσμα η περιοχή να υποταχθεί πλήρως έως τα τέλη του ιδίου έτους. Ο Ιωάννης Άγγελος ορίστηκε ως αυτοκρατορικός κυβερνήτης της Ηπείρου, έχοντας ως έδρα την Άρτα.[10]

Ο Ιωάννης παρέμεινε στην Ήπειρο ως κυβερνήτης έως τον θάνατο του Ανδρόνικου Γ΄ τον Ιούνιο του 1341. Τότε αποχώρησε και μετέβη μαζί με διπλωματική αποστολή αποτελούμενη από υψηλόβαθμους αξιωματούχους στο Διδυμότειχο, προκειμένου να συναντήσει τον Καντακουζηνό. Με το ξέσπασμα τού εμφυλίου πολέμου κατά τις απαρχές του φθινοπώρου, ο ίδιος τάχθηκε με το μέρος του Καντακουζηνού, ενώ ήταν παρών κατά την ανακήρυξη του τελευταίου ως Αυτοκράτορα στο Διδυμότειχο στις 26 Οκτωβρίου 1341.[11] Κατά την διάρκεια της άνοιξης του 1342, ο Άγγελος ακολούθησε τον Καντακουζηνό στην αποτυχημένη εκστρατεία του έως την Θεσσαλονίκη και την επακόλουθη φυγή του στη Σερβία και την Αυλή του ηγεμόνα της Στεφάνου Ούρου Δ΄ Δουσάν (βασίλευσε μεταξύ 1331-1346).[12][13]

Ωστόσο αργότερα, κατά την διάρκεια του ιδίου έτους, οι προύχοντες της Θεσσαλίας ήρθαν σε επαφή με τον Καντακουζηνό, προσφέροντάς του την στήριξή τους στον πόλεμο. Έπειτα από την επιτυχή ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, ο Καντακουζηνός εξέδωσε χρυσόβουλλο, μέσω του οποίου όριζε τον Ιωάννη Άγγελο ως ισόβιο κυβερνήτη της Θεσσαλίας. Παρά το γεγονός πως αργότερα ο Άγγελος προβιβάστηκε στον υψηλό βαθμό του σεβαστοκράτορα και έχαιρε ορισμένου βαθμού αυτονομίας, η εξουσία του ήταν περιορισμένη: η θέση δεν ήταν κληρονομική, ενώ λειτουργούσε αυστηρά ως εκπρόσωπος του Αυτοκράτορα.[14] Ο Άγγελος κυβέρνησε την Θεσσαλία με επιτυχία. Εκμεταλλευόμενος την παρακμή των Καταλανών του Δουκάτου των Αθηνών, κατέλαβε εδάφη στα νότια, πετυχαίνοντας να θέσει υπό τον έλεγχό του τόσο την Ήπειρο, όσο και την Ακαρνανία, όπου και συνέλαβε και έθεσε υπό κατ'οίκον κράτηση την Άννα Παλαιολογίνα, την μηχανορράφο χήρα του Ιωάννη Β΄ Ορσίνι και αδελφή της ίδιας της συζύγου του Άγγελου. Οι ενέργειές του, εν μέσω του υπό εξέλιξη εμφυλίου πολέμου, έδωσαν στην παράταξη του Καντακουζηνού σημαντική ώθηση.[13][15][16] Στις αρχές του 1343, συμμετείχε, επίσης, ως επικεφαλής Θεσσαλικού στρατεύματος ιππικού, σε νέα αποτυχημένη απόπειρα του Καντακουζηνού να καταλάβει την Θεσσαλονίκη.[17]

Ο Ιωάννης Άγγελος συνέχισε να κυβερνά την Θεσσαλία (καθώς και, επίσης, πιθανώς την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία) έως τις αρχές του 1348, όταν απεβίωσε από την Μαύρη Πανώλη, η οποία έφτασε στην Θεσσαλία και την Ήπειρο το 1347-1348 και προκάλεσε σημαντικές απώλειες του πληθυσμού.[6][13][18] Οι Σέρβοι σε σύντομο διάστημα εκμεταλλεύτηκαν προς συμφέρον τους την συγκεκριμένη κατάσταση: η Ήπειρος έπεσε στα χέρια των Σέρβων υπό τον ίδιο τον Δουσάν κατά την διάρκεια του φθινοπώρου του 1347, ενώ η Θεσσαλία κατελήφθη έπειτα από διάστημα ολίγων μηνών, μετά τον θάνατο του Ιωάννη από τον Σέρβο στρατηγό Γρηγόριο Πρεάλιμπο, ο οποίος ορίστηκε ο νέος της κυβερνήτης για λογαριασμό του Δουσάν.[19]

Οικογένεια

Επεξεργασία

Λίγα πράγματα είναι γνωστά για την οικογένεια του Ιωάννη Άγγελου. Νυμφεύτηκε μία εκ των κορών του πρωτοβεστιάριου Ανδρόνικου Αγγέλου, αδελφή της βασίλισσας της Ηπείρου, Άννας Αγγελίνας.[6][16] Άγνωστο είναι εάν απέκτησε απογόνους, αν και ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν πως οι αδερφοί, οι οποίοι είναι γνωστοί ως "Πιγκερναίοι", που δραστηριοποιήθηκαν στην Ήπειρο κατά τις απαρχές του 15ου αιώνα, ήσαν απόγονοί του.[20]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Ανακτήθηκε στις 20  Ιουνίου 2019.
  2. 2,0 2,1 Guilland 1967, σελ. 249.
  3. Nicol 1968, σελίδες 53, 147.
  4. Fine 1994, σελ. 293ff.
  5. Nicol 1968, σελίδες 147–148.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 PLP, 91038.
  7. Nicol 2010, σελ. 107.
  8. Fine 1994, σελίδες 253–254.
  9. Nicol 2010, σελ. 108ff.
  10. Fine 1994, σελίδες 254–255; Nicol 1996, σελίδες 38–43; Nicol 2010, σελίδες 114–121, 124.
  11. Guilland 1967, σελίδες 249–250; Nicol 1996, σελίδες 55–56; Nicol 2010, σελ. 124.
  12. Guilland 1967, σελ. 250.
  13. 13,0 13,1 13,2 Fine 1994, σελ. 302.
  14. Fine 1994, σελίδες 301–302; Nicol 1968, σελ. 53; Nicol 2010, σελ. 126.
  15. Nicol 1996, σελ. 65.
  16. 16,0 16,1 Nicol 2010, σελ. 127.
  17. Nicol 1996, σελ. 67.
  18. Bartusis 1997, σελ. 96.
  19. Fine 1994, σελίδες 302, 320; Nicol 1996, σελίδες 93–94.
  20. Nicol 2010, σελίδες 172–173 (Σημείωση #56).