Ινδονησία

χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας

Συντεταγμένες: 2°00′S 118°00′E / 2.00°S 118.00°E / -2.00; 118.00

Η Ινδονησία είναι νησιωτικό κράτος της Νοτιοανατολικής Ασίας, που απαρτίζεται από 17.508 νησιά.[6] Με πληθυσμό 281.603.800 κατοίκων σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024[2], είναι η τέταρτη πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο και έχει το μεγαλύτερο πληθυσμό μουσουλμάνων. Πρωτεύουσα είναι η Τζακάρτα, παλαιότερα γνωστή ως Μπατάβια, αν και η πρωτεύουσα θα μεταφερθεί στην Νουσαντάρα, μια σχεδιασμένη πόλη στο Βόρνεο, το 2024. Η Ινδονησία συνορεύει με την Παπούα Νέα Γουινέα, το Ανατολικό Τιμόρ και τη Μαλαισία. Άλλες γειτονικές χώρες είναι οι: Σιγκαπούρη, Φιλιππίνες, Αυστραλία, καθώς και η ινδική επικράτεια του Ανταμάν και Νικομπάρ. Η Ινδονησία είναι ιδρυτικό μέλος της ASEAN και μέλος του G20 των μεγάλων οικονομιών. Η ινδονησιακή οικονομία είναι η δέκατη έβδομη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, όσον αφορά το ονομαστικό ΑΕΠ και η δέκατη πέμπτη μεγαλύτερη από την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης.

Δημοκρατία της Ινδονησίας
Republik Indonesia

Σημαία

Εθνόσημο
Εθνικό σύνθημα: Bhinneka Tunggal Ika (στην παλιά γλώσσα της Ιάβας)
Ενωμένοι στη διαφορετικότητα
Εθνική ιδεολογία: Pancasila[1]
Εθνικός ύμνος: Indonesia Raya
«Μεγάλη Ινδονησία»
Τοποθεσία της χώρας στον κόσμο
Η θέση της Ινδονησίας (πράσινο)
και μεγαλύτερη πόληΤζακάρτα
18°56′19″S 47°31′17″E / 18.9386°S 47.5214°E / -18.9386; 47.5214 (Τζακάρτα)
Ινδονησιακά
Προεδρική Δημοκρατία
Τζόκο Ουιντόντο
Γιουσούφ Καλά
Ανεξαρτησία
από την Ολλανδία
Ισχύον Σύνταγμα

17 Αυγούστου 1945
5 Ιουλίου 1959
 • Σύνολο
 • % Νερό
 • Σύνορα
Ακτογραμμή

1.904.569 km2 (15η)
4,85%
2.830 km
54.716 km
Πληθυσμός
 • Εκτίμηση 2024 
 • Απογραφή 2010 
 • Πυκνότητα 

281.603.800[2] () 
237.641.326[3]  
147,9 κατ./km2 (83η) 
ΑΕΠ (ΙΑΔ)
 • Ολικό  (2016)
 • Κατά κεφαλή 

3.032,092 δισ. $[4] (15η)  
11.720 $[4] (122η) 
ΑΕΠ (ονομαστικό)
 • Ολικό  (2016)
 • Κατά κεφαλή 

932,448 δισ. $[4] (18η)  
3.604 $[4] (117η) 
ΔΑΑ (2021)Μείωση 0,705[5] (114η) – υψηλός
ΝόμισμαΡουπία (IDR)
Διάφορες (UTC +7 ως +9)
Internet TLD.id
Οδηγούν στααριστερά
Κωδικός κλήσης+62

Το ινδονησιακό αρχιπέλαγος ήταν μια εμπορική σημαντική περιοχή τουλάχιστον από τον 7ο αιώνα, όταν oι Σριβιτζάγια και αργότερα oι Ματζαπαχίτ έκαναν εμπόριο με την Κίνα και την Ινδία. Οι τοπικοί άρχοντες απορρόφησαν σταδιακά τα ξένα πολιτιστικά, θρησκευτικά και πολιτικά πρότυπα από τους πρώτους αιώνες μ.Χ., και ινδουιστικά και βουδιστικά βασίλεια άκμασαν. Η ιστορία της Ινδονησίας έχει επηρεαστεί από τις ξένες δυνάμεις που τις προσέλκυσαν οι φυσικοί πόροι της. Οι μουσουλμάνοι έμποροι έφεραν το Ισλάμ και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις πολέμησαν η μία την άλλη για το μονοπώλιο του εμπορίου των μπαχαρικών στα νησιά Μολούκες κατά τη διάρκεια της Εποχής των Ανακαλύψεων. Μετά από τρεις και μισούς αιώνες ολλανδικής αποικιοκρατίας, η Ινδονησία εξασφάλισε την ανεξαρτησία της μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1949. Η ιστορία της Ινδονησίας έκτοτε είναι ταραγμένη, με προκλήσεις που δημιουργήθηκαν από τις φυσικές καταστροφές, τη διαφθορά, τις αποσχιστικές τάσεις, τη διαδικασία εκδημοκρατισμού και περιόδους ταχείας οικονομικής αλλαγής. Το σημερινό κράτος της Ινδονησίας είναι ενιαίο με προεδρική δημοκρατία που αποτελείται από τριάντα τέσσερις επαρχίες.

Το αρχιπέλαγος της Ινδονησίας, ειδικότερα το νησί Ιάβα, κατοικήθηκε από τον Homo erectus περίπου 1.500.000 χρόνια πριν έως και 35.000 χρόνια πριν[7][8][9]. Ο σύγχρονος άνθρωπος (Homo Sapiens) πρέπει να έφτασε στην Ινδονησία πριν περίπου 45.000 χρόνια.[10]

Οι πρώτοι κάτοικοι & τα πρώτα βασίλεια

Επεξεργασία

Οι Αυστρονήσιοι, οι οποίοι αποτελούν την πλειονότητα του σύγχρονου πληθυσμού, μετανάστευσαν στη Νοτιοανατολική Ασία από την Ταϊβάν. Έφτασαν στην Ινδονησία περίπου το 2000 ΠΚΕ και εξαπλώθηκαν στο αρχιπέλαγος, με αποτέλεσμα οι ιθαγενείς Μελανήσιοι να μετακινηθούν σε ανατολικότερες περιοχές. Οι ιδανικές συνθήκες καλλιέργειας και η ανάπτυξη της τεχνικής της καλλιέργειας ρυζιού σε ορυζώνες τον 8ο αιώνα ΠΚΕ οδήγησε στην ακμή των χωριών, πόλεων και βασιλείων τον πρώτο αιώνα ΚΕ. Η στρατηγική θέση της Ινδονησίας ώθησε στην ανάπτυξη εμπορίου, μεταξύ άλλων των μπαχαρικών, συνδέοντας μεταξύ άλλων τα βασίλεια της Ινδίας και την Κίνα μέσω δρόμων που εγκαθιδρύθηκαν αρκετούς αιώνες ΠΚΕ. Το εμπόριο έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην ινδονησιακή ιστορία. Ο ινδουισμός και ο βουδισμός Μαχαγιάνα έφτασαν στην Ινδονησία τον 4ο και 5ο αιώνα, καθώς το εμπόριο με την Ινδία εντατικοποιήθηκε κατά την εποχή της νότιας δυναστείας Παλλάβα στην Ινδία.

Από τον 7ο αιώνα, το ισχυρό βασίλειο Σριβιτζάγια άνθησε ως αποτέλεσμα του εμπορίου και επηρεάστηκε από τον Ινδουισμό και τον Βουδισμό. Ανάμεσα στον 8ο και στον 10ο αιώνα, οι αγροτικές δυναστείες Σαϊλέντρα (βουδιστές) και Ματαράμ (ινδουιστές) άκμασαν και παρήκμασαν στην ενδοχώρα της Ιάβας, αφήνοντας πίσω σπουδαία θρησκευτικά μνημεία όπως το Μπορομπουντούρ, το Σαϊλέντρα και το Πραμπανάν ή Ματαράμ. Το ινδουιστικό βασίλειο Ματζαπαχίτ ιδρύθηκε στην ανατολική Ιάβα στο τέλος του 13ου αιώνα, και υπό τον Γκάνταχ Μάντα, η επιρροή του εξαπλώθηκε σε μεγάλο τμήμα της Ινδονησίας[11]. Αν και μουσουλμάνοι έμποροι ταξίδευαν στη Νοτιοανατολική Ασία από την αρχή της ισλαμικής περιόδου, τα παλαιότερα στοιχεία μουσουλμανικών πληθυσμών στην Ινδονησία χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα στη βόρεια Σουμάτρα. Σταδιακά, και άλλες περιοχές ασπάστηκαν το Ισλάμ ενώ ήταν η κυρίαρχη θρησκεία στη Σουμάτρα και στην Ιάβα μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα.

Ως αποικία

Επεξεργασία

Η πρώτη τακτική επαφή ανάμεσα σε Ευρωπαίους και Ινδονήσιους ξεκίνησε το 1512, όταν Πορτογάλοι έμποροι, με αρχηγό τον Φρανσίσκο Σερράο προσπάθησαν να μονοπωλήσουν το εμπόριο γαριφάλων και άλλων μπαχαρικών από τις Μολούκες. Ακολούθησαν Ολλανδοί και Βρετανοί έμποροι. Το 1602, οι Ολλανδοί εγκαθίδρυσαν την Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών (VOC) και έγιναν η κύρια ευρωπαϊκή δύναμη. Μετά τη χρεωκοπία της, οι Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες διαλύθηκαν το 1800 και η κυβέρνηση της Ολλανδίας εγκαθίδρυσε τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες ως εθνικοποιημένη αποικία.

Σύγχρονη εποχή

Επεξεργασία

Από τις αρχές του 20ού αιώνα σε πολλά νησιά εκδηλώνονταν εξεγέρσεις ενάντια στις ξένες αρχές. Έπειτα από ένα σύντομο διάστημα κατοχής από την Ιαπωνία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ινδονήσιοι με αρχηγό το Σουκάρνο κήρυξαν την ανεξαρτησία της χώρας το 1945 και ο Σουκάρνο διορίστηκε ο πρώτος πρόεδρος της Ινδονησίας. Μετά από τετραετείς συγκρούσεις (Ινδονησιακή Επανάσταση) με τους Ολλανδούς, οι οποίοι προσπάθησαν να επανακάμψουν στην περιοχή μετά τον πόλεμο, πέτυχαν την αναγνώριση του κράτους τους ως ενιαίου και ανεξάρτητου (1949). Η εξουσία του Σουκάρνο άλλαξε από δημοκρατική σε απολυταρχική και κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία ισορροπώντας ανάμεσα στον στρατό και το κομμουνιστικό κόμμα της Ινδονησίας. Το 1965 ένα πραξικόμημα εναντίον του κατεστάλλη από τον στρατό και οδήγησε σε εκτεταμένες αντικομμουνιστικές δράσεις, διαλύοντας το κομμουνιστικό κόμμα. Ο στρατηγός Σουχάρτο κατάφερε να παραγκωνίσει τον αποδυναμομένο Σουκάρνο και να γίνει πρόεδρος το 1968, επιβάλλοντας τη Νέα Τάξη, η οποία υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ και προσέλκυσε ξένες επενδύσεις με αποτέλεσμα την οικονομική ανάπτυξη λίγων στην Ινδονησία και τη φτωχοποίηση του λαού. Όμως η απολυταρχική Νέα Τάξη κατηγορήθηκε για διαφθορά και καταστολή της αντιπολίτευσης.

Ασιατική κρίση

Επεξεργασία

Η Ινδονησία ήταν η χώρα που επλήγη περισσότερο από την ασιατική οικονομική κρίση το 1997 με το ΑΕΠ να κατρακυλά στα 34 δισεκατομμύρια δολάρια από τα 205 δισεκατομμύρια δολάρια που ήταν πριν,[12]

με αποτέλεσμα λαϊκές εξεγέρσεις που οδήγησαν τον Σουχάρτο να παραιτηθεί.[13] Το 1999, το Ανατολικό Τιμόρ ψήφισε να αποσχιστεί από την Ινδονησία μετά από 25χρονη στρατιωτική κατοχή[14]. Τον Ιανουάριο του 1999 θρησκευτικές διαμάχες ξέσπασαν στα νησιά των Μολούκων ανάμεσα στους μουσουλμανικούς και χριστιανικούς πληθυσμούς, κυρίως στο Άμπον και τη Χαλμαχέρα. Οι διαμάχες θεωρούνται ότι έληξαν τις 13 Φεβρουαρίου 2002. Στη μετά Σουχάρτο εποχή, η δημοκρατία ενισχύθηκε και το 2004 πραγματοποιήθηκε η πρώτη άμεση εκλογή προέδρου. Η πολιτική και οικονομική αστάθεια, πολιτική αναταραχή, διαφθορά και τρομοκρατία επιβράδυναν την πρόοδο, αλλά τα τελευταία πέντε χρόνια η οικονομία της χώρας είναι ισχυρή.

Γεωγραφία

Επεξεργασία

Η Ινδονησία αποτελείται από 17.508 νησιά διασκορπισμένα βόρεια και νότια του ισημερινού, εκ των οποίων τα 6.000 είναι κατοικημένα[15]. Τα πέντε μεγαλύτερα νησιά είναι η Ιάβα, η Σουμάτρα, το Καλιμαντάν (το τμήμα του Βόρνεο που ανήκει στην Ινδονησία), η Νέα Γουινέα (τμήμα της ανήκει στην Παπούα Νέα Γουινέα) και το Σουλαουέζι (παλιότερα γνωστό ως Κελέβη). Η Ινδονησία συνορεύει με τη Μαλαισία στα νησιά Βόρνεο και Σεμπατίκ, με την Παπούα Νέα Γουινέα στο νησί Νέα Γουινέα και το Ανατολικό Τιμόρ στο νησί Τιμόρ. Συνορεύει επίσης με τη Σιγκαπούρη, τη Μαλαισία και τις Φιλιππίνες στα βόρεια. Στον νότο, βρίσκονται τα υδάτινα σύνορα με την Αυστραλία. Η πρωτεύουσα Τζακάρτα, που βρίσκεται στη νήσο Ιάβα, είναι η μεγαλύτερη πόλη της χώρας[16], ακολουθούμενη από τη Σουραμπάγια, το Μπαντούνγκ, το Μεντάν και το Σεμαράνγκ[17].

Η Ινδονησία είναι η 15η μεγαλύτερη χώρα παγκοσμίως με έκταση 1.904.569 τετραγωνικών χιλιομέτρων[18]. Η πληθυσμιακή πυκνότητα είναι 140,8 άτομα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, γεγονός που την κατατάσσει 84η στον κόσμο, παρόλο που το πιο πολυπληθές νησί του κόσμου[19], η Ιάβα έχει πληθυσμιακή πυκνότητα 940 ατόμων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Υψηλότερο βουνό είναι το Πούντσακ Τζάγια στην Παπούα με μέγιστο ύψος 4.884 μέτρων, ενώ μεγαλύτερη λίμνη η Τόμπα στη Σουμάτρα με έκταση 1.145 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Τα μεγαλύτερα ποτάμια της χώρας, πολλά από τα οποία είναι πλωτά[20], βρίσκονται στο Καλιμαντάν.

Η θέση της Ινδονησίας στα σημεία όπου ενώνονται η Ευρασιατική, η Αυστραλιανή και η τεκτονική πλάκα του Ειρηνικού δικαιολογεί την ύπαρξη πολλών ηφαιστείων και τη συχνή σεισμική δραστηριότητα. Στην Ινδονησία υπάρχουν τουλάχιστον 150 ενεργά ηφαίστεια ανάμεσα στα οποία το Κρακατόα και το Ταμπόρα[21]. Η έκρηξη του υπερηφαιστείου Τόμπα 70.000 σχεδόν χρόνια πριν ήταν μία από τις μεγαλύτερες ηφαιστειακές εκρήξεις στην ιστορία και μία καταστροφή με παγκόσμιες επιπτώσεις. Πρόσφατες καταστροφές εξαιτίας της σεισμικής δραστηριότητας αποτελεί το Τσουνάμι του 2004 που σκότωσε 167.736 άτομα στη βόρεια Σουμάτρα[22], και ο σεισμός στη Γιογκιακάρτα το 2006. Οι σεισμοί όμως, έχουν επιδράσει και θετικά καθώς η ηφαιστειακή τέφρα επιδρά στη γονιμότητα των εδαφών, ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν ιστορικά στη διατήρηση της υψηλής πληθυσμιακής πυκνότητας στο Μπαλί και την Ιάβα.[23].

Το κλίμα της Ινδονησίας είναι τροπικό με δύο εποχές: την υγρή εποχή των μουσώνων (Νοέμβριος-Μάρτιος) και την ξηρή εποχή (Ιούνιος-Οκτώβριος). Η μέση ετήσια βροχόπτωση ποικίλλει από 1.780 μέχρι 3.175 χιλιοστά, ενώ στις ορεινές περιοχές φτάνει τα 6.100 χιλιοστά. Η υγρασία είναι γενικά υψηλή και κυμαίνεται γύρω στο 80%. Οι θερμοκρασίες μεταβάλλονται ελάχιστα κατά τη διάρκεια του έτους. Το μέσο ημερήσιο εύρος της θερμοκρασίας στην πρωτεύουσα Τζακάρτα είναι 26-30 °C[24].

Διοικητική διαίρεση

Επεξεργασία

Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 34 επαρχίες, από τις οποίες 5 έχουν ειδικό καθεστώς. Κάθε επαρχία έχει τη δικιά της νομοθεσία και κυβερνήτη. Οι επαρχίες Ατσέχ, Τζακάρτα, Γιογκιακάρτα, Παπούα και Δυτική Παπούα έχουν περισσότερα νομοθετικά προνόμια και μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας από την κεντρική κυβέρνηση απ' ό,τι οι άλλες επαρχίες.

Κυβέρνηση και πολιτική

Επεξεργασία
 
Η προεδρική ορκωμοσία στο Κοινοβουλευτικό Συγκρότημα της Τζακάρτα το 2014

Η Ινδονησία είναι μια δημοκρατία με προεδρικό σύστημα. Μετά την πτώση της Νέας Τάξης το 1998, οι πολιτικές και κυβερνητικές δομές έχουν υποστεί σαρωτικές μεταρρυθμίσεις, με τέσσερις συνταγματικές τροποποιήσεις που ανανέωσαν την εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία.[25] Η κυριότερη από αυτές ήταν η ανάθεση εξουσίας και εξουσίας σε διάφορες περιφερειακές οντότητες παραμένοντας ένα ενιαίο κράτος.[26] Ο Πρόεδρος της Ινδονησίας είναι ο αρχηγός του κράτους και αρχηγός της κυβέρνησης, αρχηγός των Εθνικών Ενόπλων Δυνάμεων της Ινδονησίας (Tentara Nasional Indonesia, TNI) και διευθυντής εσωτερικής διακυβέρνησης, χάραξης πολιτικής και εξωτερικών υποθέσεων. Ο πρόεδρος μπορεί να υπηρετήσει το πολύ δύο συνεχόμενες πενταετείς θητείες.[27]

Το ανώτατο αντιπροσωπευτικό όργανο σε εθνικό επίπεδο είναι η Λαϊκή Συμβουλευτική Συνέλευση (Majelis Permusyawaratan Rakyat, MPR). Οι κύριες λειτουργίες της είναι η υποστήριξη και η τροποποίηση του συντάγματος, η ορκωμοσία και η παραπομπή του προέδρου[28][29] και η επισημοποίηση γενικών περιγραμμάτων της κρατικής πολιτικής. Η MPR περιλαμβάνει δύο τμήματα: το Λαϊκό Αντιπροσωπευτικό Συμβούλιο (Dewan Perwakilan Rakyat, DPR), με 575 μέλη, και το Περιφερειακό Αντιπροσωπευτικό Συμβούλιο (Dewan Perwakilan Daerah, DPD), με 136.[30] Το DPR ψηφίζει νομοθεσίες και ελέγχει την εκτελεστική εξουσία. Οι μεταρρυθμίσεις από το 1998 έχουν αυξήσει σημαντικά τον ρόλο του στην εθνική διακυβέρνηση,[25] ενώ το DPD είναι ένα νέο επιμελητήριο για θέματα περιφερειακής διαχείρισης.[29][31]

Από το 1999, η Ινδονησία έχει πολυκομματικό σύστημα. Σε όλες τις βουλευτικές εκλογές από την πτώση της Νέας Τάξης, κανένα πολιτικό κόμμα δεν κατάφερε να κερδίσει τη απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Το Ινδονησιακό Δημοκρατικό Κόμμα Αγώνα (PDI-P), το οποίο εξασφάλισε τις περισσότερες ψήφους στις εκλογές του 2019, είναι το κόμμα του νυν προέδρου, Τζόκο Ουιντόντο.[32]

Εξωτερικές σχέσεις

Επεξεργασία

Η Ινδονησία διατηρεί 132 διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων 95 πρεσβειών.[33] Η χώρα ακολουθεί αυτό που αποκαλεί «ελεύθερη και ενεργή» εξωτερική πολιτική, επιδιώκοντας να έχει ρόλο στις περιφερειακές υποθέσεις ανάλογο με το μέγεθος και την τοποθεσία της, αλλά αποφεύγοντας τη συμμετοχή σε συγκρούσεις μεταξύ άλλων χωρών.[34]

Η Ινδονησία ήταν ένα σημαντικό πεδίο μάχης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Πολυάριθμες απόπειρες από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση,[35][36] και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας σε κάποιο βαθμό,[37] κορυφώθηκαν με την απόπειρα πραξικοπήματος του 1965 και την επακόλουθη αναταραχή που οδήγησε σε επαναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής.[38] Η αθόρυβη ευθυγράμμιση με τον δυτικό κόσμο, διατηρώντας παράλληλα αδέσμευτη στάση, χαρακτηρίζει την εξωτερική πολιτική της Ινδονησίας από τότε.[39] Σήμερα, διατηρεί στενές σχέσεις με τους γείτονές της και είναι ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας ( ASEAN) και της Συνόδου Κορυφής της Ανατολικής Ασίας. Όπως και το μεγαλύτερο μέρος του μουσουλμανικού κόσμου, η Ινδονησία δεν έχει διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ και έχει υποστηρίξει ενεργά την Παλαιστίνη. Ωστόσο, παρατηρητές επεσήμαναν ότι η Ινδονησία έχει δεσμούς με το Ισραήλ, αν και διακριτικά.

Η Ινδονησία είναι μέλος των Ηνωμένων Εθνών από το 1950[α] και ήταν ιδρυτικό μέλος του Κινήματος των Αδεσμεύτων και του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας.[41] Η Ινδονησία έχει υπογράψει τη συμφωνία για τη ζώνη ελεύθερων συναλλαγών της ASEAN, ανήκει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) και είναι περιστασιακό μέλος του ΟΠΕΚ.[42] Η Ινδονησία είναι αποδέκτης ανθρωπιστικής και αναπτυξιακής βοήθειας από το 1966,[43][44][45] και πρόσφατα, η χώρα καθιέρωσε το πρώτο της πρόγραμμα υπερπόντιας βοήθειας στα τέλη του 2019.[46]

Οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ινδονησίας (TNI) περιλαμβάνουν τον Στρατό (TNI–AD), το Ναυτικό (TNI–AL, που περιλαμβάνει το Σώμα Πεζοναυτών) και την Πολεμική Αεροπορία (TNI–AU). Ο στρατός έχει περίπου 400.000 εν ενεργεία στελέχη. Οι αμυντικές δαπάνες στον εθνικό προϋπολογισμό ήταν 0,7% του ΑΕΠ το 2018,[47] με αμφιλεγόμενη εμπλοκή εμπορικών συμφερόντων και ιδρυμάτων στρατιωτικής ιδιοκτησίας.[48] Οι Ένοπλες Δυνάμεις σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια της Εθνικής Επανάστασης της Ινδονησίας όταν ανέλαβαν ανταρτοπόλεμο μαζί με άτυπους πολιτοφυλακές. Έκτοτε, οι εδαφικές γραμμές αποτέλεσαν τη βάση της δομής όλων των υποκαταστημάτων της TNI, με στόχο τη διατήρηση της εσωτερικής σταθερότητας και την αποτροπή εξωτερικών απειλών.[49] Ο στρατός έχει ισχυρή πολιτική επιρροή από την ίδρυσή του, η οποία κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της Νέας Τάξης. Οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις το 1998 περιελάμβαναν την αφαίρεση της επίσημης εκπροσώπησης του TNI από το νομοθετικό σώμα. Ωστόσο, η πολιτική επιρροή του παραμένει, αν και σε μειωμένο επίπεδο.[50]

Από την ανεξαρτησία, η χώρα αγωνίστηκε να διατηρήσει την ενότητα ενάντια στις τοπικές εξεγέρσεις και τα αυτονομιστικά κινήματα.[51] Ορισμένοι, ιδίως στο Ατσέχ και την Παπούα, οδήγησαν σε ένοπλη σύγκρουση και στη συνέχεια καταγγελίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βαρβαρότητα από όλες τις πλευρές.[52][53][54] Η πρώτη επιλύθηκε ειρηνικά το 2005,[55] ενώ η δεύτερη συνεχίστηκε, εν μέσω μιας σημαντικής, αν και ατελούς, εφαρμογής περιφερειακής αυτονομίας και με αναφερόμενη μείωση των επιπέδων βίας και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσον αφορά το 2006.[56] Άλλες εμπλοκές του στρατού περιλαμβάνουν την εκστρατεία κατά της Ολλανδικής Νέας Γουινέας για την ενσωμάτωσή της εδάφους στην Ινδονησία, την αντίθεση στη δημιουργία της Μαλαισίας τη δεκαετία του 1960, τις μαζικές δολοφονίες μελών του ινδονησιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (PKI) και την εισβολή στο Ανατολικό Τιμόρ, που παραμένει η πιο μαζική στρατιωτική επιχείρηση της Ινδονησίας.[57][58]

Οικονομία

Επεξεργασία
 
Τεράστια φυτεία φοινικέλαιου στο Μπογκόρ, Δυτική Ιάβα. Η Ινδονησία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός φοινικέλαιου στον κόσμο.[59]
 
Αναλογική αντιπροσώπευση των εξαγωγών της Ινδονησίας, 2019

Η Ινδονησία έχει μικτή οικονομία στην οποία τόσο ο ιδιωτικός τομέας όσο και η κυβέρνηση διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο.[60] Ως το μόνο κράτος μέλος της G20 στη Νοτιοανατολική Ασία,[61] η χώρα έχει τη μεγαλύτερη οικονομία στην περιοχή και έχει ταξινομηθεί ως μια πρόσφατα βιομηχανοποιημένη χώρα. Σύμφωνα με μια εκτίμηση του 2021, είναι η 17η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο ως προς το ονομαστικό ΑΕΠ και η 7η ως προς το ΑΕΠ σε ΙΑΔ, που εκτιμάται ότι είναι 1,159 τρις $ και 3,507 τρις $, αντίστοιχα. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ΙΑΔ είναι 12.882 $, ενώ το ονομαστικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι 4.256 $. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ είναι 29,2%.[62] Οι υπηρεσίες είναι ο μεγαλύτερος κλάδος της οικονομίας και αντιπροσωπεύουν το 43,4% του ΑΕΠ (2018), ακολουθούμενες από τη βιομηχανία (39,7%) και τη γεωργία (12,8%).[63] Από το 2009, απασχολεί περισσότερους ανθρώπους από άλλους κλάδους, αντιπροσωπεύοντας το 47,7% του συνολικού εργατικού δυναμικού, ακολουθούμενη από τη γεωργία (30,2%) και τη βιομηχανία (21,9%).[64]

Με την πάροδο του χρόνου, η δομή της οικονομίας έχει αλλάξει σημαντικά.[65] Ιστορικά, βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη γεωργία, αντανακλώντας τόσο το στάδιο της οικονομικής ανάπτυξης όσο και τις κυβερνητικές πολιτικές τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 για την προώθηση της αγροτικής αυτάρκειας.[65] Μια σταδιακή διαδικασία εκβιομηχάνισης και αστικοποίησης ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και επιταχύνθηκε στη δεκαετία του 1980, καθώς η πτώση των τιμών του πετρελαίου οδήγησε την κυβέρνηση να επικεντρωθεί στη διαφοροποίηση από τις εξαγωγές πετρελαίου και στις βιομηχανικές εξαγωγές.[65] Αυτή η εξέλιξη συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και την επόμενη δεκαετία παρά το σοκ στις τιμές του πετρελαίου το 1990, κατά το οποίο το ΑΕΠ αυξήθηκε με μέσο ρυθμό 7,1%. Ως αποτέλεσμα, το επίσημο ποσοστό φτώχειας μειώθηκε από το 60% στο 15%.[66] Η μείωση των εμπορικών φραγμών από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έκανε την οικονομία πιο ολοκληρωμένη παγκοσμίως. Η ανάπτυξη έληξε με την ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997 που επηρέασε σοβαρά την οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της συρρίκνωσης του πραγματικού ΑΕΠ κατά 13,1% το 1998 και πληθωρισμού 78%. Η οικονομία έφτασε στο χαμηλό της σημείο στα μέσα του 1999 με αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ μόνο 0,8%.[67]

Ο σχετικά σταθερός πληθωρισμός[68] και η αύξηση του αποπληθωριστή του ΑΕΠ και του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή[69] συνέβαλαν στην ισχυρή οικονομική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Από το 2007 έως το 2019, η ετήσια ανάπτυξη επιταχύνθηκε σε μεταξύ 4% και 6% ως αποτέλεσμα της βελτίωσης του τραπεζικού τομέα και της εγχώριας κατανάλωσης,[70] βοηθώντας την Ινδονησία να αντιμετωπίσει τη Μεγάλη Ύφεση 2008–2009[71] και να ανακτήσει το 2011 αξιολόγηση επενδυτικού βαθμού είχε χάσει το 1997.[72] Όσον αφορά το 2019, το 9,41% του πληθυσμού ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας και το επίσημο ποσοστό ανεργίας ήταν 5,28%.[73] Ωστόσο, στα τέλη του 2020, η Ινδονησία υπέστη την πρώτη της ύφεση σε 22 χρόνια λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19.[74]

Η Ινδονησία έχει άφθονους φυσικούς πόρους όπως πετρέλαιο και φυσικό αέριο, γαιάνθρακα, κασσίτερο, χαλκό, χρυσό και νικέλιο, ενώ η γεωργία παράγει ρύζι, φοινικέλαιο, τσάι, καφέ, κακάο, φαρμακευτικά φυτά, μπαχαρικά και καουτσούκ. Αυτά τα εμπορεύματα αποτελούν μεγάλο μέρος των εξαγωγών της χώρας, με το φοινικέλαιο και τις μπρικέτες άνθρακα ως κορυφαία εξαγώμενα προϊόντα. Εκτός από το διυλισμένο και το αργό πετρέλαιο ως πρωτογενείς εισαγωγές, τα τηλέφωνα, τα ανταλλακτικά οχημάτων και το σιτάρι καλύπτουν την πλειονότητα των πρόσθετων εισαγωγών. Η Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία, η Σιγκαπούρη, η Ινδία, η Μαλαισία, η Νότια Κορέα και η Ταϊλάνδη είναι οι κύριες αγορές εξαγωγών και εισαγωγών της Ινδονησίας.[75]

Μεταφορές

Επεξεργασία

Το σύστημα μεταφορών της Ινδονησίας έχει διαμορφωθεί με την πάροδο του χρόνου από τη βάση οικονομικών πόρων ενός αρχιπελάγους και την κατανομή των 250 εκατομμύρια άνθρωποι συγκεντρώθηκαν ιδιαίτερα στην Ιάβα.[76] Όλοι οι τρόποι μεταφοράς παίζουν ρόλο στο σύστημα μεταφορών της χώρας και είναι γενικά συμπληρωματικοί παρά ανταγωνιστικοί. Το 2016, ο τομέας των μεταφορών παρήγαγε περίπου 5,2% του ΑΕΠ.[77]

Το σύστημα οδικών μεταφορών κυριαρχεί, με συνολικό μήκος 542.310 χιλιόμετρα όσον αφορά το 2018.[78] Η Τζακάρτα έχει το πιο εκτεταμένο σύστημα ταχείας μεταφοράς λεωφορείων παγκοσμίως, με 251,2 χιλιόμετρα σε 13 διαδρόμους και δέκα διαδρομές.[79] Τα ρίκσο όπως το bajaj και το becak και τα κοινά ταξί όπως το Angkot και το Metromini είναι ένα συνηθισμένα στη χώρα.

Οι περισσότεροι σιδηρόδρομοι βρίσκονται στην Ιάβα και χρησιμοποιούνται για εμπορευματικές και επιβατικές μεταφορές, όπως τοπικές σιδηροδρομικές υπηρεσίες προαστιακού (κυρίως στην Τζακάρτα και στη Γιογκιακάρτα-Σόλο) που συμπληρώνουν το υπεραστικό σιδηροδρομικό δίκτυο σε πολλές πόλεις. Στα τέλη της δεκαετίας του 2010, η Τζακάρτα και το Παλεμπάνγκ ήταν οι πρώτες πόλεις στην Ινδονησία που διέθεταν συστήματα μετρό, με περισσότερα προγραμματισμένα για άλλες πόλεις στο μέλλον.[80] Το 2015, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα σχέδιο για την κατασκευή μιας σιδηροδρομικής γραμμής υψηλής ταχύτητας, η οποία θα ήταν η πρώτη στη Νοτιοανατολική Ασία.[81]

Το μεγαλύτερο αεροδρόμιο της Ινδονησίας, το Διεθνές Αεροδρόμιο Σουκάρνο-Χάτα, είναι από τα πιο πολυσύχναστα στο Νότιο Ημισφαίριο, εξυπηρετώντας 54 εκατομμύρια επιβάτες το 2019. Το Διεθνές Αεροδρόμιο Νγκούρα Ράι και το Διεθνές Αεροδρόμιο Τζουάντα είναι το δεύτερο και το τρίτο πιο πολυσύχναστο αεροδρόμιο της χώρας, αντίστοιχα. Η Garuda Indonesia, ο εθνικός αερομεταφορέας της χώρας από το 1949, είναι μία από τις κορυφαίες αεροπορικές εταιρείες στον κόσμο και μέλος της παγκόσμιας εροπορικής συμμαχίας SkyTeam. Το λιμάνι του Ταντζούγκ Πρίοκ, κοντά στην Τζακάρτα, είναι το πιο πολυσύχναστο και πιο προηγμένο λιμάνι της Ινδονησίας,[82] που διαχειρίζεται περισσότερο από το 50% της κίνησης μεταφορτώσεων της Ινδονησίας.

Ενέργεια

Επεξεργασία

Το 2017, η Ινδονησία ήταν ο 9ος μεγαλύτερος παραγωγός ενέργειας στον κόσμο με 4.200 TWh και ο 15ος μεγαλύτερος καταναλωτής ενέργειας, με 2.100 TWh.[83] Η χώρα διαθέτει σημαντικούς ενεργειακούς πόρους, συμπεριλαμβανομένων συμβατικών αποθεμάτων πετρελαίου 22 δις βαρελιών και φυσικού αερίου (εκ των οποίων περίπου 4 δισεκατομμύρια βαρέλια είναι αξιοποιήσιμα), 8 δισεκατομμύρια βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου πόρων μεθανίου με βάση τον άνθρακα (CBM) και 28 δισεκατομμύρια τόνους αξιοποιήσιμου γαιάνθρακα.[84] Ενώ η εξάρτηση από τον εγχώριο άνθρακα και το εισαγόμενο πετρέλαιο έχει αυξηθεί,[85] η Ινδονησία έχει σημειώσει πρόοδο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με την υδροηλεκτρική ενέργεια να είναι η πιο άφθονη πηγή. Επιπλέον, η χώρα έχει τη δυνατότητα για γεωθερμική, ηλιακή, αιολική, βιομάζα και ωκεάνια ενέργεια.[86] Όσον αφορά το 2019, η συνολική εθνική εγκατεστημένη ισχύς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Ινδονησίας ανέρχεται σε 69.678,85 MW.[87]

Το μεγαλύτερο φράγμα της χώρας, το Τζατιλουχούρ, έχει πολλούς σκοπούς, όπως η παροχή υδροηλεκτρικής παραγωγής, παροχής νερού, ελέγχου πλημμυρών, άρδευσης και υδατοκαλλιέργειας. Το χωματουργικό φράγμα έχει ύψος 105 μέτρα και συγκρατεί 3 δις κυβικά μέτρα νερού. Βοηθά στην παροχή νερού στην Τζακάρτα και στην άρδευση 240.000 εκταρίων ορυζώνων[88] και έχει εγκατεστημένη ισχύ 186,5 MW.

Τουρισμός

Επεξεργασία
 
Το Μπορομπουντούρ στην Κεντρική Ιάβα, ο μεγαλύτερος βουδιστικός ναός του κόσμου, είναι το τουριστικό αξιοθέατο με τις περισσότερες επισκέψεις στην Ινδονησία.[89]

Ο τουρισμός συνέβαλε περίπου 19,7 δις $ ΗΠΑ στο ΑΕΠ το 2019. Το 2018, η Ινδονησία υποδέχθηκε 15,8 εκατομμύρια επισκέπτες, σημειώνοντας αύξηση 12,5% από την προηγούμενη φορά.[90][91] Η Κίνα, η Σιγκαπούρη, η Μαλαισία, η Αυστραλία και η Ιαπωνία είναι οι πέντε κορυφαίες πηγές επισκεπτών στην Ινδονησία.[92] Από το 2011, το Wonderful Indonesia είναι το σλόγκαν της διεθνούς καμπάνιας μάρκετινγκ της χώρας για την προώθηση του τουρισμού.[93]

 
Τα νησιά Ράτζα Αμπάτ, στη Δυτική Παπούα, έχουν το υψηλότερο καταγεγραμμένο επίπεδο ποικιλότητας στη θαλάσσια ζωή.

Η φύση και ο πολιτισμός είναι τα κύρια αξιοθέατα του ινδονησιακού τουρισμού. Η πρώτη μπορεί να υπερηφανεύεται για έναν μοναδικό συνδυασμό τροπικού κλίματος, τεράστιου αρχιπελάγους και μεγάλης έκτασης παραλιών, ενώ η δεύτερη συμπληρώνει αυτές με πλούσια πολιτιστική κληρονομιά που αντικατοπτρίζει τη δυναμική ιστορία και την εθνική ποικιλομορφία της Ινδονησίας. Η Ινδονησία έχει ένα καλά διατηρημένο φυσικό οικοσύστημα με τροπικά δάση που εκτείνονται σε περίπου 57% της γης της Ινδονησίας (225 εκατομμύρια στρέμματα). Τα δάση στη Σουμάτρα και το Καλιμαντάν είναι παραδείγματα δημοφιλών προορισμών, όπως το καταφύγιο άγριας ζωής των Ουρακοτάγκων. Επιπλέον, η Ινδονησία έχει μια από τις μεγαλύτερες ακτογραμμές στον κόσμο, με μήκος 54.716 χιλιόμετρα. Οι αρχαίοι ναοί Μπορομπουντούρ και Πραμπανάν, καθώς και οι Τοράτζα και το Μπαλί με τις παραδοσιακές τους γιορτές, είναι μερικοί από τους δημοφιλείς προορισμούς για πολιτιστικό τουρισμό.[94]

Η Ινδονησία έχει εννέα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, συμπεριλαμβανομένου του εθνικού πάρκου Κομόντο, και άλλα 19 στην ενδεικτική λίστα που περιλαμβάνει το εθνικό πάρκο Μπουνάκεν και τα νησιά Ράτζα Αμπάτ.[95] Άλλα αξιοθέατα περιλαμβάνουν τα συγκεκριμένα σημεία της ινδονησιακής ιστορίας, όπως η αποικιακή κληρονομιά των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών στις παλιές πόλεις της Τζακάρτα και του Σεμαράνγκ και τα βασιλικά ανάκτορα στο Παγκαρουγιούνγκ, Ουμπούντ και τη Γιογκιακάρτα.[94]

Δημογραφία

Επεξεργασία
 
Η πληθυσμιακή πυραμίδα το 2016

Η απογραφή του 2020 κατέγραψε τον πληθυσμό της Ινδονησίας ως 270,2 εκατομμύρια, τον τέταρτο μεγαλύτερο στον κόσμο, με μέτρια υψηλό ρυθμό πληθυσμιακής αύξησης 1,25%.[96] Η Ιάβα είναι το πολυπληθέστερο νησί του κόσμου,[97] όπου ζει το 56% του πληθυσμού της χώρας.[98] Η πυκνότητα πληθυσμού είναι 141 άτομα ανά km2 (365 ανά τετραγωνικό μίλι),[98] κατατάσσεται στην 88η θέση στον κόσμο, αν και η Ιάβα έχει πυκνότητα πληθυσμού 1.067 άτομα ανά km2 (2.435 ανά τετραγωνικό μίλι). Το 1961, η πρώτη μετα-αποικιακή απογραφή κατέγραψε συνολικά 97 εκατομμύρια ανθρώπους.[99] Αναμένεται να αυξηθεί σε περίπου 295 εκατομμύρια έως το 2030 και 321 εκατομμύρια έως το 2050.[100] Η χώρα διαθέτει επί του παρόντος έναν σχετικά νέο πληθυσμό, με μέση ηλικία τα 30,2 έτη (εκτίμηση 2017).[101] Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 71,3 χρόνια (69,4 χρόνια οι άνδρες και 73,3 οι γυναίκες).[102]

Η εξάπλωση του πληθυσμού είναι άνιση σε όλο το αρχιπέλαγος, με διαφορετικό βιότοπο και επίπεδο ανάπτυξης, που κυμαίνεται από τη μεγαλούπολη της Τζακάρτα έως τις φυλές που δεν έχουν επαφές με άλλους ανθρώπους με την Παπούα.[103] Όσον αφορά το 2017, περίπου το 54,7% του πληθυσμού ζει σε αστικές περιοχές.[104] Η Τζακάρτα είναι η κύρια πόλη της χώρας και η δεύτερη πιο πολυπληθής αστική περιοχή παγκοσμίως, με πάνω από 34 εκατομμύρια κατοίκους.[105] Περίπου 8 εκατομμύρια Ινδονήσιοι ζουν στο εξωτερικό. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στη Μαλαισία, τις Κάτω Χώρες, τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Χονγκ Κονγκ, τη Σιγκαπούρη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία.[106]

Εθνοτικές ομάδες και γλώσσες

Επεξεργασία
 
Ένας χάρτης των εθνοτικών ομάδων στην Ινδονησία

Η Ινδονησία είναι μια εθνοτικά ποικιλόμορφη χώρα, με περίπου 1.300 ξεχωριστές αυτόχθονες εθνοτικές ομάδες. Οι περισσότεροι Ινδονήσιοι κατάγονται από αυστρονησιακούς λαούς των οποίων οι γλώσσες είχαν προέλευση στην πρωτοαυστρονησιακή, η οποία πιθανώς προέρχεται από τη σημερινή Ταϊβάν. Μια άλλη σημαντική ομάδα είναι οι Μελανήσιοι, οι οποίοι κατοικούν στην ανατολική Ινδονησία (τα νησιά Μολούκες και τη Δυτική Νέα Γουινέα).[107][108][109]

Οι Ιαβανοί είναι η μεγαλύτερη εθνότητα, αποτελώντας το 40,2% του πληθυσμού, και είναι πολιτικά κυρίαρχοι.[110] Βρίσκονται κυρίως στα κεντρικά προς τα ανατολικά μέρη της Ιάβας και επίσης σε μεγάλο αριθμό στις περισσότερες επαρχίες. Οι Σουνδανοί είναι η επόμενη μεγαλύτερη ομάδα (15,4%), ακολουθούμενοι από τους Μπατάκ, Μαντουρέζους, Μπετάουι, Μιναγκαμπάου, Μπουκινέζους και Μαλαισιανούς.[β] Υπάρχει μια αίσθηση ινδονησιακής εθνικότητας παράλληλα με ισχυρές περιφερειακές ταυτότητες.[111]

Η επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η ινδονησιακή, μια παραλλαγή της Μαλαϊκής, η οποία ήταν η lingua franca του αρχιπελάγους για αιώνες. Προωθήθηκε από εθνικιστές τη δεκαετία του 1920 και απέκτησε επίσημη ιδιότητα το 1945 με το όνομα Bahasa Indonesia.[112] Ως αποτέλεσμα αιώνων επαφής με άλλες γλώσσες, είναι πλούσια σε τοπικές και ξένες επιρροές, συμπεριλαμβανομένων των Ιαβαϊκών, Σουνδανικών, Μινανγκαμπάου, Μακασαρέζικων, Ινδουστάνι, Σανσκριτικών, Ταμίλ, Κινεζικών, Αραβικών, Ολλανδικών, Πορτογαλικών και Αγγλικών.[113][114][115] Σχεδόν κάθε Ινδονήσιος μιλάει τη γλώσσα λόγω της ευρείας χρήσης της στην εκπαίδευση, τα πανεπιστήμια, τις επικοινωνίες, τις επιχειρήσεις, την πολιτική και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι περισσότεροι Ινδονήσιοι μιλούν επίσης τουλάχιστον μία από τις 700 τοπικές γλώσσες,[116] συχνά ως την πρώτη τους γλώσσα. Οι περισσότερες ανήκουν στην οικογένεια των αυστρονησιακών γλωσσών, ενώ στην ανατολική Ινδονησία ομιλούνται περισσότερες από 270 γλώσσες Παπούα.[116] Από αυτές, η Ιαβαϊκή είναι η πιο ευρέως ομιλούμενη[101] και έχει συν-επίσημο καθεστώς στην Ειδική Περιοχή της Γιογκιακάρτα.

Θρησκεία

Επεξεργασία

Παρά την εγγύηση ανεξιθρησκείας στο σύνταγμα,[29][117] η κυβέρνηση αναγνωρίζει επίσημα μόνο έξι θρησκείες: Ισλάμ, Προτεσταντισμός, Ρωμαιοκαθολικισμός, Ινδουισμός, Βουδισμός και Κομφουκιανισμός[118][119] με τις ιθαγενείς θρησκείες που αναγνωρίζονται μόνο εν μέρει.[119] Με 231 εκατομμύρια μουσουλμάνους (86,7%) το 2018, η Ινδονησία είναι η πιο πολυπληθής χώρα στον κόσμο με μουσουλμανική πλειοψηφία,[120][121] με τους Σουνίτες να αποτελούν την πλειοψηφία (99%).[122] Οι Σιίτες και οι Αχμαντί, αντίστοιχα, αποτελούν το 1% (1–3 εκατομμύρια) και το 0,2% (200.000–400.000) των μουσουλμάνων.[119][123] Σχεδόν το 11% των Ινδονήσιων είναι Χριστιανοί, ενώ οι υπόλοιποι είναι Ινδουιστές, Βουδιστές και άλλοι. Οι περισσότεροι Ινδουιστές είναι Μπαλινέζοι,[124] και οι περισσότεροι Βουδιστές είναι Κινέζοι Ινδονήσιοι.[125]

 
Μια τελετή ινδουιστικής προσευχής στον ναό Μπεσακίχ στο Μπαλί, τη μοναδική επαρχία της Ινδονησίας όπου ο Ινδουισμός είναι η κυρίαρχη θρησκεία.

Οι ιθαγενείς του ινδονησιακού αρχιπελάγους άσκησαν αρχικά τον ιθαγενή ανιμισμό και τον δυναμισμό, πεποιθήσεις που είναι κοινές στους Αυστρονησιακούς λαούς.[126] Λάτρευαν και σεβόντουσαν το πνεύμα των προγόνων και πίστευαν ότι υπερφυσικά πνεύματα (hyang) μπορεί να κατοικούν σε ορισμένα μέρη όπως μεγάλα δέντρα, πέτρες, δάση, βουνά ή ιερές τοποθεσίες.[126] Είχαν σημαντικό αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο ασκούνται άλλες θρησκείες, όπως αποδεικνύεται από ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων -όπως οι οι Μπαλινέζοι Ινδουιστές και οι Χριστιανοί Νταγιάκ- που ασκούν μια λιγότερο ορθόδοξη, συγκρητική μορφή της θρησκείας τους.[127]

Οι ινδουιστικές επιρροές έφτασαν στο αρχιπέλαγος ήδη από τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Το Σουνδανικό Βασίλειο της Σαλακαναγκάρα στη δυτική Ιάβα γύρω στο 130 ήταν το πρώτο ιστορικά καταγεγραμμένο ινδικό βασίλειο στο αρχιπέλαγος.[128] Ο Βουδισμός έφτασε γύρω στον 6ο αιώνα,[129] και η ιστορία του στην Ινδονησία σχετίζεται στενά με αυτή του Ινδουισμού, καθώς ορισμένες αυτοκρατορίες που βασίζονται στον Βουδισμό είχαν τις ρίζες τους περίπου την ίδια περίοδο. Το αρχιπέλαγος έχει δει την άνοδο και την πτώση ισχυρών και επιδραστικών ινδουιστικών και βουδιστικών αυτοκρατοριών. Αν και δεν αποτελούν πλέον πλειοψηφία, ο Ινδουισμός και ο Βουδισμός εξακολουθούν να έχουν ουσιαστική επιρροή στον ινδονησιακό πολιτισμό.[130][131]

 
Μεγάλο Τζαμί Μπαϊτουραχμάν στο Μπάντα Άτσεχ. Η εξάπλωση του Ισλάμ στην Ινδονησία ξεκίνησε στην περιοχή.

Το Ισλάμ εισήχθη από σουνίτες εμπόρους της σχολής Σάφι καθώς και έμπορους Σούφι από την Ινδική υποήπειρο και τη νότια Αραβία ήδη από τον 8ο αιώνα μ.Χ.[132][133] Ως επί το πλείστον, το Ισλάμ επικαλύπτεται και αναμειγνύεται με υπάρχουσες πολιτιστικές και θρησκευτικές επιρροές που οδήγησαν σε μια ξεχωριστή μορφή Ισλάμ (pesantren).[134][135] Το εμπόριο, η ισλαμική ιεραποστολική δραστηριότητα όπως του Γουάλι Σάνγκα και του Κινέζου εξερευνητή Τσενκ Χι, και στρατιωτικές εκστρατείες από διάφορα σουλτανάτα βοήθησαν στην επιτάχυνση της εξάπλωσης του Ισλάμ.[136][137] Μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα, είχε αντικαταστήσει τον Ινδουισμό και τον Βουδισμό ως την κυρίαρχη θρησκεία της Ιάβας και της Σουμάτρας.

Τον καθολικισμό έφεραν Πορτογάλοι έμποροι και ιεραπόστολοι όπως ο Ιησουίτης Φραγκίσκος Χαβιέρ, ο οποίος επισκέφτηκε και βάφτισε αρκετές χιλιάδες ντόπιους.[134][138] Η εξάπλωσή του αντιμετώπισε δυσκολίες λόγω της πολιτικής της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών για την απαγόρευση της θρησκείας και της ολλανδικής εχθρότητας λόγω του ογδονταετούς πολέμου κατά της καθολικής εξουσίας της Ισπανίας. Ο προτεσταντισμός είναι ως επί το πλείστον αποτέλεσμα των καλβινιστικών και λουθηρανικών ιεραποστολικών προσπαθειών κατά την ολλανδική αποικιακή εποχή.[134][139][140] Αν και είναι ο πιο κοινός κλάδος, υπάρχει ένα πλήθος άλλων ονομασιών σε άλλα μέρη της χώρας.[141]

Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική για 12 χρόνια.[142] Οι γονείς μπορούν να επιλέξουν μεταξύ κρατικών, μη θρησκευτικών σχολείων ή ιδιωτικών ή ημιιδιωτικών θρησκευτικών (συνήθως ισλαμικών) σχολείων, που εποπτεύονται από τα υπουργεία Παιδείας και Θρησκευμάτων, αντίστοιχα.[143] Διατίθενται επίσης ιδιωτικά διεθνή σχολεία που δεν ακολουθούν το εθνικό πρόγραμμα σπουδών. Το ποσοστό εγγραφής είναι 93% για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, 79% για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και 36% για την τριτοβάθμια εκπαίδευση (2018).[144] Το ποσοστό αλφαβητισμού είναι 96% (2018) και η κυβέρνηση δαπανά περίπου το 3,6% του ΑΕΠ (2015) για την εκπαίδευση.[144] Το 2018, υπήρχαν 4.670 ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα στην Ινδονησία, με τα περισσότερα από αυτά (74%) να βρίσκονται στη Σουμάτρα και την Ιάβα.[145][146] Σύμφωνα με την QS World University Rankings, τα κορυφαία πανεπιστήμια της Ινδονησίας είναι το Πανεπιστήμιο της Ινδονησίας, το Πανεπιστήμιο Γκανττζάχ Μάντα και το Ινστιτούτο Τεχνολογίας Μπαντούνγκ.

Πολιτισμός

Επεξεργασία

Η πολιτιστική ιστορία του ινδονησιακού αρχιπελάγους εκτείνεται σε περισσότερες από δύο χιλιετίες. Οι επιρροές από την ινδική υποήπειρο, την ηπειρωτική Κίνα, τη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη[147][148] και τους αυστρονησιακούς λαούς έχουν ιστορικά διαμορφώσει την πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική σύνθεση του αρχιπελάγους. Ως αποτέλεσμα, η σύγχρονη Ινδονησία έχει μια πολυπολιτισμική, πολυγλωσσική και πολυεθνική κοινωνία,[116] με σύνθετο πολιτισμικό μείγμα που διαφέρει σημαντικά από τους αρχικούς αυτόχθονες πολιτισμούς. Η Ινδονησία κατέχει επί του παρόντος δώδεκα αντικείμενα της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, συμπεριλαμβανομένου ενός θεάτρου κουκλοθεάτρου γουάγιανγκ, του κρις, του μπατίκ,[149] του πέντσιχ σιλάτ, αγκλούνγκ, γκαμελάν και τα τρία είδη παραδοσιακού μπαλινέζικου χορού.[150]

Τέχνη και αρχιτεκτονική

Επεξεργασία

Οι ινδονησιακές τέχνες περιλαμβάνουν τόσο παλαιές μορφές τέχνης που αναπτύχθηκαν ανά τους αιώνες όσο και σύγχρονη τέχνη που αναπτύχθηκε πρόσφατα. Παρά το γεγονός ότι συχνά επιδεικνύουν τοπική εφευρετικότητα, οι ινδονησιακές τέχνες έχουν απορροφήσει ξένες επιρροές - κυρίως από την Ινδία, τον αραβικό κόσμο, την Κίνα και την Ευρώπη, λόγω των επαφών και των αλληλεπιδράσεων που διευκολύνονται και συχνά υποκινούνται από το εμπόριο.[151] Η ζωγραφική είναι μια καθιερωμένη και ανεπτυγμένη τέχνη στο Μπαλί. Η ζωγραφική τους παράδοση ξεκίνησε ως κλασική οπτική αφήγηση σε στυλ Καμασάν ή Γουαγιάνγκ, που προέρχεται από την εικαστική τέχνη που ανακαλύφθηκε σε ανάγλυφα candi στην ανατολική Ιάβα.[152]

 
Ένας δρόμος με σπίτια σε ένα χωριό των Τοράτζα, στο νότιο Σουλαουέζι

Έχουν ανακαλυφθεί πολλά μεγαλιθικά γλυπτά στην Ινδονησία.[153] Στη συνέχεια, η φυλετική τέχνη άκμασε μέσα στον πολιτισμό των Νίας, των Μπατάκ, των Ασμάτ, των Νταγιάκ και των Τοράτζα.[154][155] Το ξύλο και η πέτρα είναι κοινά υλικά που χρησιμοποιούνται ως μέσα για τη γλυπτική μεταξύ αυτών των φυλών. Μεταξύ του 8ου και του 15ου αιώνα, ο πολιτισμός της Ιάβας ανέπτυξε μια εκλεπτυσμένη πέτρινη γλυπτική τέχνη και αρχιτεκτονική επηρεασμένη από τον ινδουιστικό-βουδιστικό δαρμικό πολιτισμό. Οι ναοί του Μπορομπουντούρ και του Πραμπανάν είναι από τα πιο διάσημα παραδείγματα πρακτικής.[156]

Όπως και με τις τέχνες, η ινδονησιακή αρχιτεκτονική έχει απορροφήσει ξένες επιρροές που έχουν φέρει πολιτιστικές αλλαγές και βαθιά επίδραση στα στυλ και τις τεχνικές δόμησης. Η πιο κυρίαρχη ήταν παραδοσιακά η Ινδία, ωστόσο, οι κινεζικές, αραβικές και ευρωπαϊκές επιρροές ήταν επίσης σημαντικές. Οι τεχνικές και οι διακοσμήσεις της παραδοσιακής ξυλουργικής, τοιχοποιίας, πέτρας και ξύλου έχουν ευδοκιμήσει στη δημοτική αρχιτεκτονική, με πολλά στυλ παραδοσιακών σπιτιών που έχουν αναπτυχθεί. Τα παραδοσιακά σπίτια και οι οικισμοί διαφέρουν ανάλογα με τις εθνότητες και το καθένα έχει ένα συγκεκριμένο έθιμο και ιστορία.[157]

Μουσική, χορός και ρούχα

Επεξεργασία
 
Τάρι Μπεντέτ, παραδοσιακός χορός από το Μπαλί

Η μουσική της Ινδονησίας προηγείται των ιστορικών αρχείων. Διάφορες αυτόχθονες φυλές ενσωματώνουν άσματα και τραγούδια που συνοδεύονται από μουσικά όργανα στις τελετουργίες τους. Το ανγκλούγκ, το κασάπι σούλινγκ, το γκονγκ, το γκαμελάν, το ταλεμπόνγκ, το κουλιντάγκ και το σασαντό είναι παραδείγματα παραδοσιακών ινδονησιακών οργάνων. Ο ποικιλόμορφος κόσμος των ειδών μουσικής της Ινδονησίας προκύπτει από τη μουσική δημιουργικότητα των ανθρώπων της και τις επακόλουθες πολιτιστικές συναντήσεις με ξένες επιρροές. Αυτά περιλαμβάνουν τα γκαμπούς και καντίντα από τη Μέση Ανατολή,[158] κερονκόνγκ από την Πορτογαλία [159] και νταγκντούτ —ένα από τα πιο δημοφιλή μουσικά είδη της Ινδονησίας.[160] Σήμερα, η ινδονησιακή μουσική βιομηχανία είναι δημοφιλής τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, στη Μαλαισία, τη Σιγκαπούρη και το Μπρουνέι,[161][162] λόγω της κοινής κουλτούρας και της αμοιβαίας κατανοητής γλώσσας.[163]

Οι ινδονησιακοί χοροί έχουν ποικίλη ιστορία, με περισσότερους από 3.000 πρωτότυπους χορούς. Οι μελετητές πιστεύουν ότι ανάγονται στις τελετουργίες και τη θρησκευτική λατρεία.[164] Παραδείγματα περιλαμβάνουν πολεμικούς χορούς, χορό μαγισσών και χορό για βροχή ή οποιαδήποτε αγροτική τελετουργία. Οι ινδονησιακοί χοροί αντλούν τις επιρροές τους από την προϊστορική και φυλετική, ινδουιστική-βουδιστική και ισλαμική περίοδο του αρχιπελάγους. Πρόσφατα, οι σύγχρονοι χοροί έχουν γίνει δημοφιλείς λόγω της επιρροής του δυτικού πολιτισμού και αυτών της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας σε κάποιο βαθμό. Ωστόσο, διάφοροι παραδοσιακοί χοροί, συμπεριλαμβανομένων αυτών της Ιάβας, του Μπαλί συνεχίζουν να είναι μια ζωντανή και δυναμική παράδοση.[165]

Η Ινδονησία έχει διάφορα στυλ ένδυσης ως αποτέλεσμα της μακράς και πλούσιας πολιτιστικής ιστορίας της. Η εθνική φορεσιά έχει τις ρίζες της στον ιθαγενή πολιτισμό της χώρας και στις παραδοσιακές κλωστοϋφαντουργικές παραδόσεις. Το Μπατίκ και η Κεμπάγια της Ιάβας[166] είναι αναμφισβήτητα η πιο αναγνωρισμένη εθνική φορεσιά της Ινδονησίας, αν και έχουν επίσης Σουνδανική και Μπαλινέζικη προέλευση.[167] Κάθε επαρχία έχει μια αναπαράσταση παραδοσιακής ενδυμασίας.[147] Οι άνθρωποι φορούν εθνικές και τοπικές φορεσιές κατά τη διάρκεια παραδοσιακών γάμων, επίσημων τελετών, μουσικών παραστάσεων, κυβερνητικών και επίσημων περιστάσεων[167] και ποικίλλουν από παραδοσιακή έως σύγχρονη ενδυμασία.

Θέατρο και κινηματογράφος

Επεξεργασία

Το Γουαγιάνγκ, το κουκλοθέατρο σκιών της Ιάβας, της Σούνδας και του Μπαλί παρουσιάζουν αρκετούς μυθολογικούς θρύλους όπως η Ραμαγιάνα και η Μαχαμπαράτα.[168] Άλλες μορφές τοπικού δράματος περιλαμβάνουν τα λουντρούκ and κετοπράκ στην Ιάβα, το σαντιβάρα στη Σούνδα[169][170] και διάφορα μπαλινέζικα χορευτικά δράματα. Ενσωματώνουν χιούμορ και συχνά εμπλέκουν το κοινό στις παραστάσεις τους.[171] Ορισμένες παραδόσεις του θεάτρου περιλαμβάνουν επίσης μουσική, χορό και πολεμική τέχνη σιλάτ. Η σύγχρονη παραστατική τέχνη αναπτύχθηκε επίσης στην Ινδονησία με το ξεχωριστό στυλ του δράματος. Αξιοσημείωτοι θίασοι θεάτρου, χορού και δράματος όπως το Teater Koma είναι διάσημοι καθώς συχνά απεικονίζουν την κοινωνική και πολιτική σάτιρα της ινδονησιακής κοινωνίας.[172]

Η πρώτη ταινία που παρήχθη στο αρχιπέλαγος ήταν το Loetoeng Kasaroeng,[173] μια βουβή ταινία του Ολλανδού σκηνοθέτη Λ. Χέουβερλντορτπ. Η κινηματογραφική βιομηχανία επεκτάθηκε μετά την ανεξαρτησία, με έξι ταινίες που γυρίστηκαν το 1949 να ανέρχονται σε 58 το 1955. Ο Ουσμάρ Ισμαήλ, θεωρείται γενικά ο πρωτοπόρος των ινδονησιακών ταινιών.[174] Το τελευταίο μέρος της εποχής Σουκάρνο είδε τη χρήση του κινηματογράφου για εθνικιστικούς, αντιδυτικούς σκοπούς και οι ξένες ταινίες στη συνέχεια απαγορεύτηκαν, ενώ η Νέα Τάξη χρησιμοποίησε έναν κώδικα λογοκρισίας που είχε ως στόχο τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης.[175] Η παραγωγή ταινιών κορυφώθηκε κατά τη δεκαετία του 1980, αν και μειώθηκε σημαντικά την επόμενη δεκαετία.[173]

ΜΜΕ και λογοτεχνία

Επεξεργασία

Η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης αυξήθηκε σημαντικά μετά την πτώση της Νέας Τάξης, κατά την οποία το Υπουργείο Πληροφοριών παρακολουθούσε και έλεγχε τα εγχώρια μέσα ενημέρωσης και περιόριζε τα ξένα μέσα.[176] Η τηλεοπτική αγορά περιλαμβάνει πολλά εθνικά εμπορικά δίκτυα και επαρχιακά δίκτυα που ανταγωνίζονται το δημόσιο TVRI, το οποίο κατείχε το μονοπώλιο στην τηλεοπτική μετάδοση από το 1962 έως το 1989. Στις αρχές του 21ου αιώνα, το βελτιωμένο σύστημα επικοινωνίας είχε φέρει τηλεοπτικά σήματα σε κάθε χωριό και οι άνθρωποι μπορούν να επιλέξουν από έως και 11 κανάλια.[177] Οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί μεταφέρουν δελτία ειδήσεων ενώ οι ξένοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς παρέχουν προγράμματα. Ο αριθμός των έντυπων εκδόσεων έχει αυξηθεί σημαντικά από το 1998.[177]

 
Ο Πραμουντία Ανάντα Τουρ, ο πιο διάσημος μυθιστοριογράφος της Ινδονησίας. Πολλοί τον θεωρούσαν ως τον κορυφαίο υποψήφιο της Νοτιοανατολικής Ασίας για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.[178]

Η παλαιότερη απόδειξη γραφής στο ινδονησιακό αρχιπέλαγος είναι μια σειρά σανσκριτικών επιγραφών που χρονολογούνται στον 5ο αιώνα. Πολλοί από τους λαούς της Ινδονησίας έχουν γερά ριζωμένες προφορικές παραδόσεις, οι οποίες βοηθούν στον καθορισμό και τη διατήρηση της πολιτιστικής τους ταυτότητας [179] Στη γραπτή ποίηση και πεζογραφία κυριαρχούν αρκετές παραδοσιακές μορφές.[180]

Η πρώιμη σύγχρονη ινδονησιακή λογοτεχνία προέρχεται από την παράδοση της Σουμάτρας.[181][182] Η λογοτεχνία και η ποίηση άκμασαν κατά τις δεκαετίες που προηγήθηκαν και ακολούθησαν την ανεξαρτησία. Το Balai Pustaka, το κυβερνητικό γραφείο για τη λαϊκή λογοτεχνία, ιδρύθηκε το 1917 για να προωθήσει την ανάπτυξη της αυτόχθονης λογοτεχνίας. Πολλοί μελετητές θεωρούν τη δεκαετία του 1950 και του 1960 ως τη Χρυσή Εποχή της Ινδονησιακής Λογοτεχνίας.[183] Το ύφος και τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ινδονησιακής λογοτεχνίας ποικίλλουν ανάλογα με τη δυναμική του πολιτικού και κοινωνικού τοπίου της χώρας,[183] κυρίως τον πόλεμο της ανεξαρτησίας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940 και τις αντικομμουνιστικές μαζικές δολοφονίες στα μέσα της δεκαετίας του 1960.[184]

 
Nasi Padang με rendang, gulai και λαχανικά

Η ινδονησιακή κουζίνα είναι μια από τις πιο ποικίλες, ζωντανές και πολύχρωμες στον κόσμο, γεμάτη έντονη γεύση.[185] Υπάρχουν πολλές τοπικές κουζίνες, οι οποίες συχνά βασίζονται στον πολιτισμό των ιθαγενών και στις ξένες επιρροές, όπως η κινεζική, η ευρωπαϊκή, η Μέση Ανατολή και η Ινδία.[186] Το ρύζι είναι η κύρια βασική τροφή και σερβίρεται με συνοδευτικά κρέας και λαχανικά. Τα μπαχαρικά (κυρίως τσίλι), το γάλα καρύδας, το ψάρι και το κοτόπουλο είναι βασικά συστατικά.[187]

Ορισμένα δημοφιλή πιάτα όπως το nasi goreng, το gado-gado, το σατέ και το soto είναι πανταχού παρόντα και θεωρούνται εθνικά πιάτα. Το Υπουργείο Τουρισμού, ωστόσο, επέλεξε το τούμπενγκ ως επίσημο εθνικό πιάτο το 2014, χαρακτηρίζοντάς το ως πιο αντιπροσωπευτικό της ποικιλομορφίας των διαφόρων γαστρονομικών παραδόσεων.[188]

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης Ινδονησίας-Μαλαισίας (1963-66), η Ινδονησία αποσύρθηκε από τον ΟΗΕ όταν η δεύτερη εξελέγη στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, αν και επέστρεψε 18 μήνες αργότερα. Σήμανε την πρώτη φορά στην ιστορία του ΟΗΕ που μία χώρα επιχείρησε να αποχωρήσει.[40]
  2. Υπάρχουν μικροί αλλά σημαντικοί πληθυσμοί Κινέζων, Ινδών, Ευρωπαίων και Αράβων, κυρίως στις αστικές περιοχές.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. US Library of Congress; Vickers (2005), page 117.
  2. 2,0 2,1 «Mid Year Population (Thousand People), 2022-2024». BPS-STATISTICS INDONESIA. 28 Ιουνίου 2024. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουνίου 2024. 
  3. «Απογραφή 2010». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2012. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 «Ινδονησία». ΔΝΤ. Απρίλιος 2017. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2017. 
  5. Human Development Report 2021-22: Uncertain Times, Unsettled Lives: Shaping our Future in a Transforming World (PDF). hdr.undp.org. United Nations Development Programme. 8 Σεπτεμβρίου 2022. σελίδες 272–276. ISBN 978-9-211-26451-7. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 8 Σεπτεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2022. 
  6. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουνίου 2017. Ανακτήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2021. 
  7. Choi, Kildo; Driwantoro, Dubel (2007). «Shell tool use by early members of Homo erectus in Sangiran, central Java, Indonesia: cut mark evidence». Journal of Archaeological Science 34: 48. doi:10.1016/j.jas.2006.03.013. ISSN 0305-4403. 
  8. Finding showing human ancestor older than previously thought offers new insights into evolution. Terradaily.com. 5 July 2011. Retrieved 29 January 2012.
  9. Pope, GG (1988). «Recent advances in far eastern paleoanthropology». Annual Review of Anthropology 17: 43–77. doi:10.1146/annurev.an.17.100188.000355. https://archive.org/details/sim_annual-review-of-anthropology_1988_17/page/43.  cited in Whitten, T· Soeriaatmadja, RE· Suraya AA (1996). The Ecology of Java and Bali. Hong Kong: Periplus Editions. σελίδες 309–12. ; Pope, GG (1983). «Evidence on the age of the Asian Hominidae». Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 80 (16): 4988–92. doi:10.1073/pnas.80.16.4988. PMID 6410399.  cited in Whitten, T· Soeriaatmadja, RE· Suraya AA (1996). The Ecology of Java and Bali. Hong Kong: Periplus Editions. σελ. 309. ; de Vos, JP; PY Sondaar (1994). «Dating hominid sites in Indonesia». Science 266 (16): 4988–92. doi:10.1126/science.7992059.  cited in Whitten, T· Soeriaatmadja, RE· Suraya AA (1996). The Ecology of Java and Bali. Hong Kong: Periplus Editions. σελ. 309. 
  10. The Great Human Migration. Smithsonian. July 2008, σελ. 2. http://www.smithsonianmag.com/history-archaeology/human-migration.html. 
  11. Peter Lewis (1982). «The next great empire». Futures 14 (1): 47–61. doi:10.1016/0016-3287(82)90071-4. 
  12. Delhaise, Philippe F (1998). Asia in Crisis: The Implosion of the Banking and Finance Systems. Willey. σελ. 123. ISBN 0-471-83450-5. 
  13. «President Suharto resigns». BBC. 21 May 1998. http://news.bbc.co.uk/2/hi/events/indonesia/latest_news/97848.stm. Ανακτήθηκε στις 12 November 2006. 
  14. Burr, W.· Evans, M.L. (6 Δεκεμβρίου 2001). «Ford and Kissinger Gave Green Light to Indonesia's Invasion of East Timor, 1975: New Documents Detail Conversations with Suharto». National Security Archive Electronic Briefing Book No. 62. National Security Archive, The George Washington University, Washington, DC. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2006. ; «International Religious Freedom Report». Bureau of Democracy, Human Rights, and Labor. US: Department of State. 17 Οκτωβρίου 2002. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2006. 
  15. International Monetary Fund (Απρίλιος 2006). World Economic Outlook Database. Δελτίο τύπου. Ανακτήθηκε στις 2006-10-05.; Hendriawan. «Indonesia Regions». Indonesia Business Directory. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2007. 
  16. Calder, Joshua (3 Μαΐου 2006). «Most Populous Islands». World Island Information. Ανακτήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2006. 
  17. Witton, Patrick (2003). Indonesia. Melbourne: Lonely Planet. σελίδες 139, 181, 251, 435. ISBN 1-74059-154-2. 
  18. Central Intelligence Agency (17 Οκτωβρίου 2006). «Rank Order Area». The World Factbook. US CIA, Washington, DC. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Φεβρουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2006. 
  19. Calder, Joshua (3 Μαΐου 2006). «Most Populous Islands». World Island Information. Ανακτήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2006. 
  20. «Republic of Indonesia». Encarta. Microsoft. 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Νοεμβρίου 2009. 
  21. «Volcanoes of Indonesia». Global Volcanism Program. Smithsonian Institution. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2007. 
  22. «The Human Toll». UN Office of the Special Envoy for Tsunami Recovery. United Nations. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Μαΐου 2007. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2007. 
  23. Whitten, T· Soeriaatmadja, R. E.· Suraya A. A. (1996). The Ecology of Java and Bali. Hong Kong: Periplus Editions Ltd. σελίδες 95–97. 
  24. «About Jakarta and Depok». University of Indonesia. University of Indonesia. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2007. [νεκρός σύνδεσμος]
  25. 25,0 25,1 Dwi Harijanti, Susi; Lindsey, Tim (2006-01-01). «Indonesia: General elections test the amended Constitution and the new Constitutional Court». International Journal of Constitutional Law 4 (1): 138–150. doi:10.1093/icon/moi055. 
  26. Ardiansyah, Fitrian; Marthen, Andri; Amalia, Nur (2015), Forest and land-use governance in a decentralized Indonesia, doi:10.17528/cifor/005695 
  27. (2002), The fourth Amendment of 1945 Indonesia Constitution, Chapter III – The Executive Power, Article 7.
  28. Chapter II, Article 3, 3rd Clause of the 1945 Constitution.
  29. 29,0 29,1 29,2 «The 1945 Constitution of the Republic of Indonesia» (PDF). International Labour Organization. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 11 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2017. 
  30. Evans, Kevin (2019). «Guide to the 2019 Indonesian Elections» (PDF). Australia-Indonesia Centre. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 17 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2019. 
  31. Chapter VIIA, Article 22D of the 1945 Constitution.
  32. Cochrane, Joe (2014-03-15). «Governor of Jakarta Receives His Party's Nod for President». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-02-03. https://web.archive.org/web/20170203052210/https://www.nytimes.com/2014/03/15/world/asia/jakarta-governor-joko-widodo.html. Ανακτήθηκε στις 2017-02-03. 
  33. «Missions» (στα Ινδονησιακά). Ministry of Foreign Affairs – Republic of Indonesia. 26 Μαρτίου 2019. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουλίου 2019. 
  34. Péter, Klemensits· Márton, Fenyő (16 Αυγούστου 2017). «The Foreign Policy of Indonesia In Light of President Jokowi's "Visi-Misi" Program» (PDF). Pázmány Péter Catholic University. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 10 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2017. 
  35. Bevins, Vincent (20 Οκτωβρίου 2017). «What the United States Did in Indonesia». The Atlantic. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουλίου 2019. 
  36. Muraviev, Alexey· Brown, Colin (Δεκεμβρίου 2008). «Strategic Realignment or Déjà vu? Russia-Indonesia Defence Cooperation in the Twenty-First Century» (PDF). Australian National University. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 27 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2016. 
  37. Dahana, A. (1 Οκτωβρίου 2015). «China and the Sept. 30 movement». The Jakarta Post. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουλίου 2019. 
  38. Robinson 2018.
  39. «Indonesia – Foreign Policy». U.S. Library of Congress. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Σεπτεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2006. 
  40. Gutierrez, Natashya (2016-08-22). «What happened when Indonesia 'withdrew' from the United Nations». Rappler. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2016-11-01. https://web.archive.org/web/20161101151415/https://www.rappler.com/world/regions/asia-pacific/indonesia/bahasa/englishedition/143883-united-nations-withdrawal-philippines-duterte. Ανακτήθηκε στις 2018-09-08. 
  41. Roberts, C.· Habir, A. (25 Φεβρουαρίου 2015). Indonesia's Ascent: Power, Leadership, and the Regional Order. ISBN 978-1-137-39741-6. Ανακτήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2017. 
  42. Jensen, Fergus; Asmarini, Wilda. «Net oil importer Indonesia leaves producer club OPEC, again». Reuters. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2016-12-01. https://web.archive.org/web/20161201141227/http://www.reuters.com/article/us-opec-meeting-indonesia-idUSKBN13Q3M7. Ανακτήθηκε στις 2016-12-01. 
  43. «International Cooperation and Development». European Commission. 17 Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2018. 
  44. «Indonesia» (PDF). Development Initiatives. 2013. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 7 Ιανουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 28 Ιουλίου 2018. 
  45. Pierre van der Eng (2 Δεκεμβρίου 2017). «Why does Indonesia seem to prefer foreign aid from China?». East Asia Forum. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιουλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 28 Ιουλίου 2018. 
  46. Yasmin, Nur (18 Οκτωβρίου 2019). «Indonesia Launches $212M International Development Aid Fund». Jakarta Globe. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Οκτωβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2020. 
  47. «Indonesia: Military expenditure (% of GDP)». World Bank. 2018. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2020. 
  48. Jessica Vincentia Marpaung (17 Ιουνίου 2016). «TNI's Gold Mine: Corruption and Military-Owned Businesses in Indonesia». The Global Anti Corruption Blog. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2017. 
  49. Lowry, Bob (29 Ιουνίου 1999). «Indonesian Armed Forces (Tentara Nasional Indonesia-TNI)». Parliament of Australia. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουλίου 2019. 
  50. Beets, Benjamin H. (2015). «The Political Influence of the Military Before and After Democratic Transition: Experiences from Indonesia – An Assessment on Myanmar» (PDF). Victoria University of Wellington. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2018. 
  51. «Indonesia Faces 3 Separatist Movements». Los Angeles Times. 1990-09-09. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-10-10. https://web.archive.org/web/20171010151213/http://articles.latimes.com/1990-09-09/news/mn-439_1_separatist-movements. Ανακτήθηκε στις 2017-10-10. 
  52. Agustinus Beo da Costa, Tom Allard (21 Μαΐου 2021). «Indonesia's troop surge to 'wipe out' armed rebels, says police chief». The Independent (στα Αγγλικά). 
  53. Friend 2003.
  54. «Indonesia flashpoints: Aceh». BBC. 29 Δεκεμβρίου 2005. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Αυγούστου 2006. Ανακτήθηκε στις 26 Αυγούστου 2006. 
  55. «Indonesia signs Aceh peace deal». The Guardian. 15 Αυγούστου 2005. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Νοεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2019. 
  56. «Papua: Answer to Frequently Asked Questions» (PDF). International Crisis Group. 5 Σεπτεμβρίου 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 18 Σεπτεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2006. 
  57. Indonesia. Department of Foreign Affairs. Decolonization in East Timor. Jakarta: Department of Information, Republic of Indonesia, 1977. OCLC 4458152.
  58. Budiardjo, Carmel· Liong, Liem Soei (1984). The War against East Timor. London: Zed Books. σελ. 22. ISBN 0-86232-228-6. 
  59. Pacheco, P.; Gnych, S.; Dermawan, A.; Komarudin, H.; Okarda, B. (2017). «The Palm Oil Global Value Chain: Implications for Economic Growth and Social and Environmental Sustainability». Center for International Forestry Research – Working Paper 220. 
  60. «Economy of Indonesia». Indonesia Invesments. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαΐου 2017. Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2017. 
  61. «Official G20». G20. 2019. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2019. 
  62. «Policy Review: Is the Indonesian Government Debt still in a 'Safe Zone'?». The Insider Stories. 21 Φεβρουαρίου 2018. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Αυγούστου 2018. Ανακτήθηκε στις 30 Αυγούστου 2018. 
  63. «Indonesia: Share of economic sectors in the gross domestic product (GDP) from 2008 to 2018». Statista. Δεκεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2020. 
  64. «Indonesia: Distribution of employment by economic sector from 2009 to 2019». Statista. Δεκεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2020. 
  65. 65,0 65,1 65,2 Elias, Stephen· Noone, Clare (Δεκεμβρίου 2011). «The Growth and Development of the Indonesian Economy» (PDF). Reserve Bank of Australia. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 27 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2016. 
  66. «Indonesia – Poverty and Wealth». Encyclopedia of the Nations. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2011. 
  67. Titiheruw, Ira S.; Atje, Raymond (2008). «Managing Capital Flows: The Case of Indonesia». Asian Development Bank Institute Discussion Paper 94: 9–10. 
  68. Temple, Jonathan (15 Αυγούστου 2001). «Growing into trouble: Indonesia after 1966» (PDF). University of Bristol. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 27 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2016. 
  69. van der Eng, Pierre (4 Φεβρουαρίου 2002). «Indonesia's growth experience in the 20th century: Evidence, queries, guesses» (PDF). Australian National University. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 10 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2017. 
  70. «World Economic Outlook Database: Report for Selected Countries and Subjects – Indonesia». International Monetary Fund. Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2018. 
  71. «IMF Survey: Indonesia's Choice of Policy Mix Critical to Ongoing Growth». International Monetary Fund. 28 Ιουλίου 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Φεβρουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2017. 
  72. «Fitch Upgrades Indonesia's Rating to Investment Grade». Jakarta Globe. 2011-12-15. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-01-08. https://web.archive.org/web/20120108060719/http://www.thejakartaglobe.com/business/fitch-upgrades-indonesias-rating-to-investment-grade/484940. Ανακτήθηκε στις 2012-02-08. 
  73. Musyaffa, Iqbal (9 Ιανουαρίου 2020). «Indonesia's economy grew last year despite shortfalls». Anadoly Agency. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Ιανουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2020. 
  74. Akhlas, Adrian Wail (5 Νοεμβρίου 2020). «Breaking: Indonesia enters first recession since 1998 on 3.49% Q3 contraction». The Jakarta Post. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Νοεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2020. 
  75. «Indonesia». The Observatory of Economic Complexity. 2019. Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2020. 
  76. Legge, John D. (April 1990). «Review: Indonesia's Diversity Revisited». Indonesia 49 (49): 127–131. doi:10.2307/3351057. http://cip.cornell.edu/seap.indo/1107012385. 
  77. del Olmo, Esmeralda (6 Νοεμβρίου 2017). «Indonesian Transportation Sector Report 2017/2018». EMIS. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Οκτωβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2018. 
  78. «Length of Road by Surface, 1957–2018 (Km)» (στα Ινδονησιακά). Statistics Indonesia. Ανακτήθηκε στις 21 Μαρτίου 2020. 
  79. «Koridor» (στα Ινδονησιακά). TransJakarta. Ανακτήθηκε στις 15 Αυγούστου 2017. 
  80. Coca, Nithin (14 Απριλίου 2019). «At Last, Light Rail Comes to Jakarta». Overture. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Νοεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2019. 
  81. «South-east Asia's first high-speed rail in Indonesia ready for construction: China Railway Corp». The Straits Times. 2018-07-02. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2018-07-11. https://web.archive.org/web/20180711162201/https://www.straitstimes.com/asia/se-asia/south-east-asias-first-high-speed-rail-ready-for-construction-china-railway-corp. Ανακτήθηκε στις 2018-09-26. 
  82. «The 13,466-island problem». The Economist. 2016-02-27. https://www.economist.com/news/special-report/21693404-after-decades-underinvestment-infrastructure-spending-picking-up-last. Ανακτήθηκε στις 2017-06-16. 
  83. «Overview: Indonesia». U.S. Energy Information Administration. 7 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 2020. 
  84. Budiman, Arief· Das, Kaushik· Mohammad, Azam· Tee Tan, Khoon· Tonby, Oliver (Σεπτεμβρίου 2014). «Ten ideas to reshape Indonesia's energy sector». McKinsey&Company. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 30 Μαρτίου 2015. 
  85. Gielen, Dolf; Saygin, Deger; Rigter, Jasper (March 2017). «Renewable Energy Prospects: Indonesia, a REmap analysis». International Renewable Energy Agency (IRENA). ISBN 978-92-95111-19-6. 
  86. «Power in Indonesia 2017» (PDF). PwC. Νοεμβρίου 2017. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 13 Σεπτεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2018. 
  87. Statistik Ketenagalistrikan 2019 (PDF) (στα Ινδονησιακά) (33η έκδοση). Directorate General of Electricity. Σεπτεμβρίου 2020. σελ. 7. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 28 Σεπτεμβρίου 2021. 
  88. Coyne· Bellier (9 Οκτωβρίου 2007). «Jatiluhur in Indonesia» (στα Γαλλικά). Planete-TP. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2013. 
  89. Elliott, Mark (2003). Indonesia. Melbourne: Lonely Planet Publications Pty Ltd. σελίδες 211–215. ISBN 978-1-74059-154-6. 
  90. «Indonesia» (PDF). World Economic Forum. 4 Σεπτεμβρίου 2019. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 5 Νοεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2019. 
  91. «Indonesia welcomed 15.8m foreign tourists last year: BPS». The Jakarta Post. 2019-02-01. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2019-11-05. https://web.archive.org/web/20191105102527/https://www.thejakartapost.com/news/2019/02/01/indonesia-welcomed-15-8m-foreign-tourists-last-year-bps.html. Ανακτήθηκε στις 2019-11-05. 
  92. «Number of International Tourist Arrivals to Indonesia by Country of Residence» (στα Ινδονησιακά). Statistics Indonesia. 2002–2019. Ανακτήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2020. 
  93. Erwida, Maulia (2011-01-06). «Tourism Ministry set to launch 'Wonderful Indonesia' campaign». The Jakarta Post. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-03-12. https://web.archive.org/web/20140312211940/http://www.thejakartapost.com/news/2011/01/06/tourism-ministry-set-launch-%E2%80%98wonderful-indonesia%E2%80%99-campaign.html. Ανακτήθηκε στις 2014-03-12. 
  94. 94,0 94,1 Informasi Pariwisata Nusantara (στα Ινδονησιακά). Jakarta: Ministry of Tourism of the Republic of Indonesia. 2014. 
  95. «Indonesia – Properties inscribed on the World Heritage List». UNESCO. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2016. 
  96. «Fifty years needed to bring population growth to zero». Waspada Online. 19 Μαρτίου 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 10 Μαΐου 2011. 
  97. «Highest population, island». Guinness World Records. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουνίου 2017. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2017. 
  98. 98,0 98,1 «Hasil Sensus Penduduk 2020» (PDF) (στα Ινδονησιακά). Statistics Indonesia. 21 Ιανουαρίου 2021. σελ. 9. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 22 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2021. 
  99. Nitisastro, Widjojo (2006). Population Trends in Indonesia. Equinox Publishing. σελ. 268. ISBN 9789793780436. Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2015. 
  100. «World Population Prospect: 2017 Revision» (PDF). United Nations Department of Economics and Social Affairs – Population Division. 21 Ιουνίου 2017. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 20 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2017. 
  101. 101,0 101,1 «The World Factbook: Indonesia». Central Intelligence Agency. 29 Οκτωβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2018. 
  102. Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, Προσδόκιμο ζωής και υγιές προσδόκιμο ζωής, Δεδομένα ανά χώρα
  103. «BBC: First contact with isolated tribes?». Survival International. 25 Ιανουαρίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2017. 
  104. «Share of people living in urban areas, 2017». Our World in Data. 2017. Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2020. 
  105. «Demographia World Urban Areas, 15th Annual Edition» (PDF). Demographia. Απριλίου 2019. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 7 Φεβρουαρίου 2020. 
  106. Krisetya, Beltsazar (14 Σεπτεμβρίου 2016). «Tapping the Indonesian Diaspora Potential». Forum for International Studies. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2017. 
  107. Taylor 2003.
  108. Witton 2003.
  109. Dawson, B.· Gillow, J. (1994). The Traditional Architecture of Indonesia. London: Thames and Hudson Ltd. σελ. 7. ISBN 978-0-500-34132-2. 
  110. Kingsbury, Damien (2003). Autonomy and Disintegration in Indonesia. Routledge. σελ. 131. ISBN 0-415-29737-0. 
  111. Ricklefs 1991, σελ. 256.
  112. «The History of Indonesian». Language Translation, Inc. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2016. 
  113. Sneddon, James N. (Απριλίου 2013). «The Indonesian Language: Its History and Role in Modern Society». University of South Wales Press Ltd. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2018. 
  114. Anwar, Khaidir (1976). «Minangkabau, Background of the main pioneers of modern standard Malay in Indonesia». Archipel 12: 77–93. doi:10.3406/arch.1976.1296. http://www.persee.fr/doc/arch_0044-8613_1976_num_12_1_1296. Ανακτήθηκε στις 2017-06-09. 
  115. Amerl, Ivana (Μαΐου 2006). «Language interference: Indonesian and English». MED Magazine. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2018. 
  116. 116,0 116,1 116,2 Simons, Gary F.· Fennig, Charles D. «Ethnologue: Languages of the World, Twenty-first edition». SIL International. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουνίου 2019. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2018. 
  117. Chapter XA, Article 28E, 1st Clause of the 1945 Constitution.
  118. Shah, Dian A. H. (2017). Constitutions, Religion and Politics in Asia: Indonesia, Malaysia and Sri Lanka. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 978-1-107-18334-6. 
  119. 119,0 119,1 119,2 Marshall, Paul (2018). «The Ambiguities of Religious Freedom in Indonesia». The Review of Faith & International Affairs 16 (1): 85–96. doi:10.1080/15570274.2018.1433588. 
  120. Ricklefs 2001, σελ. 379.
  121. «Data Based on the Number of Followers According to Religion». Ministry of Religious Affairs (Indonesia). 2018. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Σεπτεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 13 Μαΐου 2021. 
  122. «Sunni and Shia Muslims». Pew Research Center. 27 Ιανουαρίου 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαΐου 2017. Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2017. 
  123. Bureau of Democracy, Human Rights and Labor (2017). «2016 Indonesia International Religious Freedom Report» (PDF). U.S. Department of State. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 19 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2017. 
  124. Oey, Eric (1997). Bali (3rd έκδοση). Singapore: Periplus Editions. ISBN 978-962-593-028-2. 
  125. Suryadinata, Leo, επιμ. (2008). Ethnic Chinese in Contemporary Indonesia. ISBN 9789812308351. 
  126. 126,0 126,1 Ooi, Keat Gin, επιμ. (2004). Southeast Asia: A historical encyclopedia, from Angkor Wat to East Timor (3 volume set). ABC-CLIO. σελ. 177. ISBN 978-1-57607-770-2. 
  127. Magnis-Suseno, F. 1981, Javanese Ethics and World-View: The Javanese Idea of the Good Life, PT Gramedia Pustaka Utama, Jakarta, 1997, pp. 15–18 (ISBN 979-605-406-X), «2003 International Religious Freedom Report». U.S. Department of State. 2003. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2012. 
  128. Darsa, Undang A. 2004.
  129. «Buddhism in Indonesia». Buddha Dharma Education Association. Buddha Dharma Education Association. 2005. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Μαΐου 2019. Ανακτήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2006. 
  130. Rachman, T. (2013). «'Indianization' of Indonesia in an Historical Sketch». International Journal of Nusantara Islam 1 (2). 
  131. Sedyawati, Edi (19 Δεκεμβρίου 2014). «Influence of Hinduism and Buddhism on Indonesian culture». Sanskriti Magazine. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Απριλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2020. 
  132. Martin, Richard C. (2004). Encyclopedia of Islam and the Muslim World. Vol. 2: M–Z. Macmillan. 
  133. Gerhard Bowering et al. (2012), The Princeton Encyclopedia of Islamic Political Thought, Princeton University Press, (ISBN 978-0-691-13484-0), pp. xvi
  134. 134,0 134,1 134,2 Ricklefs 1991.
  135. «Indonesia – Bhineka Tunggal Ika». Centre Universitaire d'Informatique. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Σεπτεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2006. 
  136. Taufiq Tanasaldy, Regime Change and Ethnic Politics in Indonesia, Brill Academic, (ISBN 978-90-04-26373-4)
  137. Gerhard Bowering et al., The Princeton Encyclopedia of Islamic Political Thought, Princeton University Press, (ISBN 978-0-691-13484-0)
  138. «About St Francis Xavier». Catholic Archdiocese of Sydney. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2018. 
  139. Vickers 2005, σελ. 22.
  140. Goh, Robbie B.H. (2005). Christianity in Southeast Asia. Institute of Southeast Asian Studies. σελ. 80. ISBN 978-981-230-297-7. 
  141. «Indonesia – Asia». Reformed Online. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Δεκεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2006. 
  142. al-Samarrai, Samer· Cerdan-Infantes, Pedro (9 Μαρτίου 2013). «Awakening Indonesia's Golden Generation: Extending Compulsory Education from 9 to 12 Years». The World Bank Blog. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2017. 
  143. Tan, Charlene (2014). «Educative Tradition and Islamic Schools in Indonesia» (PDF). Nanyang Technological University. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 27 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Μαρτίου 2016. 
  144. 144,0 144,1 «Indonesia». UNESCO Institute for Statistics. 27 Νοεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2020. 
  145. Huda, Nur· Pawennei, Irsan· Ratri, Andhina· L. Taylor, Veronica (1 Δεκεμβρίου 2020). Making Indonesia's Research and Development Better (PDF). Centre for Innovation Policy and Governance. σελ. 36. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 28 Σεπτεμβρίου 2021. 
  146. «Indonesia's Unequal Higher Education». Asia Sentinel. 4 Μαΐου 2018. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Σεπτεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2020. 
  147. 147,0 147,1 Forshee, Jill (2006). «Culture and Customs of Indonesia» (PDF). Greenwood Press. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 10 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2017. 
  148. Henley, David (2015). The Wiley Blackwell Encyclopedia of Race, Ethnicity, and Nationalism. John Wiley & Sons, Inc., σσ. 1–7. doi:10.1002/9781118663202.wberen460. ISBN 978-1-118-66320-2. 
  149. «Indonesian Batik». UNESCO. 2009. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2014. 
  150. «Indonesia – Intangible heritage, cultural sector». UNESCO. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2019. 
  151. «Indonesian Arts and Crafts». Living in Indonesia: A site for expats. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2016. 
  152. Forge, Anthony (1978). «Balinese Traditional Paintings» (PDF). The Australian Museum. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 20 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2016. 
  153. «Indonesian Culture; Arts and Tradition». Embassy of Indonesia, Athens. 30 Σεπτεμβρίου 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2016. 
  154. Violence and Serenity: Late Buddhist Sculpture from Indonesia (ISBN 978-0-8248-2924-7) p. 113
  155. Archaeology: Indonesian Perspective : R.P. Soejono's Festschrift (ISBN 979-26-2499-6) pp. 298–299
  156. «Borobudur Temple Compounds». UNESCO World Heritage Centre. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2017. 
  157. Reimar Schefold, επιμ. (2004). Indonesian Houses: Tradition and Transformation in Vernacular Architecture. NUS Press. σελ. 5. ISBN 978-9971-69-292-6. 
  158. Harnish, David, επιμ. (2011). Divine Inspirations: Music and Islam in Indonesia. Oxford University Press. 
  159. «'Keroncong': Freedom music from Portuguese descendants». The Jakarta Post. 2011-06-16. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2015-09-23. https://web.archive.org/web/20150923061057/http://www.thejakartapost.com/news/2011/06/15/%E2%80%98keroncong%E2%80%99-freedom-music-portuguese-descendants.html. Ανακτήθηκε στις 2015-09-23. 
  160. Heryanto, Ariel (2008). Popular Culture in Indonesia: Fluid Identities in Post-Authoritarian Politics. Routledge. 
  161. Abdulsalam, Husein (23 Αυγούστου 2017). «Music Amid the Indonesia-Malaysia Conflict» (στα Ινδονησιακά). Tirto.id. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Αυγούστου 2019. Ανακτήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2020. 
  162. Zulmi, Nizar (8 Ιουνίου 2017). «Editor Says: Ketika Musik Indonesia Berjaya di Negeri Tetangga» (στα Ινδονησιακά). Fimela. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2020. 
  163. Adelaar, K. Alexander· Himmelmann, Nikolaus (7 Μαρτίου 2013). The Austronesian Languages of Asia and Madagascar. Routledge. σελ. 71. ISBN 978-1-136-75509-5. 
  164. «Indonesia Tourism : The Dance and Theater in the Archipelago». Indonesia Tourism. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Νοεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 2010. 
  165. Chua Mei Lin (Ιανουαρίου–Μαρτίου 2011). «Land of Dance & Dragon» (PDF). National Heritage Board. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 6 Δεκεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2020. 
  166. Ziyi, Xia (16 Νοεμβρίου 2011). «Cultural feast at ASEAN Fair». Xinhua. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Δεκεμβρίου 2011. 
  167. 167,0 167,1 Jill Forshee, Culture and customs of Indonesia, Greenwood Publishing Group: 2006: (ISBN 0-313-33339-4). 237 pp.
  168. «Traditions, Wayang Wong Priangan: Dance Drama of West Java» (PDF). 2004. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 10 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2017. 
  169. «Southeast Asian arts». Southeast Asian arts. https://www.britannica.com/art/Southeast-Asian-arts/Shadow-puppet-theatre. Ανακτήθηκε στις 2016-04-20. 
  170. Dewangga, Kusuma (10 Νοεμβρίου 2013). «Ketoprak: Javanese Folk Art (Part 1 of 2)». Indonesia's Global Portal. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2013. 
  171. «Indonesia – Theatre and Dance». Indonesia – Theatre and Dance. https://www.britannica.com/place/Indonesia/Theatre-and-dance. Ανακτήθηκε στις 2016-06-29. 
  172. Hatley, Barbara (13 Νοεμβρίου 2017). «Review: Indonesian post-colonial theatre». Inside Indonesia. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2017. 
  173. 173,0 173,1 Sitorus, Rina (30 Νοεμβρίου 2017). «The Reformation of Indonesian Film». The Culture Trip. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Νοεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2019. 
  174. «Today Is the 97th Birthday of the Father of Indonesian Cinema. Here's What You Should Know About Usmar Ismail». TIME. 20 Μαρτίου 2018. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2019. 
  175. Sen, Krishna (2006). Giecko, Anne Tereska, επιμ. Contemporary Asian Cinema, Indonesia: Screening a Nation in the Post-New Order. Oxford/New York: Berg. σελίδες 96–107. ISBN 978-1-84520-237-8. 
  176. Shannon L., Smith· Lloyd Grayson J. (2001). Indonesia Today: Challenges of History. Melbourne: Singapore : Institute of Southeast Asian Studies. ISBN 978-0-7425-1761-5. 
  177. 177,0 177,1 Frederick, William H., επιμ. (2011). Indonesia: A country study (PDF) (6η έκδοση). Library of Congress, Federal Research Division. ISBN 978-0-8444-0790-6. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 15 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 15 Μαρτίου 2015. 
  178. Templer, Robert (20 Ιουνίου 1999). «Pramoedya». Prospect. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Αυγούστου 2019. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2019. 
  179. Czermak, Karin· Delanghe, Philippe· Weng, Wei. «Preserving intangible cultural heritage in Indonesia» (PDF). SIL International. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 9 Ιουλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουλίου 2007. 
  180. Nursisto (2000). Ikhtisar Kesusastraan Indonesia: dari pantun, bidal, gurindam hingga puisi kontemporer : dari dongeng, hikayat, roman hingga cerita pendek dan novel. Adicita. ISBN 978-979-9246-28-8. 
  181. Joy Freidus, Alberta (1977). Sumatran Contributions to the Development of Indonesian Literature, 1920–1942. Asian Studies Program, University of Hawaii. 
  182. Seong Chee Tham (1981). Essays on Literature and Society in Southeast Asia: Political and Sociological Perspectives. Kent Ridge, Singapore: Singapore University Press. σελ. 99. ISBN 978-9971-69-036-6. 
  183. 183,0 183,1 Boediman, Manneke (14 Οκτωβρίου 2015). «An Introduction to the Literature of Indonesia, 2015 Frankfurt Book Fair's Guest of Honor». Jakarta Globe. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουνίου 2020. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουνίου 2020. 
  184. Doughty, Louis (28 Μαΐου 2016). «'17,000 islands of imagination': discovering Indonesian literature». The Guardian. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Μαΐου 2016. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουνίου 2020. 
  185. «About Indonesian food». Special Broadcasting Service. 13 Μαΐου 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαΐου 2015. Ανακτήθηκε στις 21 Μαΐου 2015. 
  186. Witton, Patrick (2002). World Food: Indonesia. Melbourne: Lonely Planet. ISBN 978-1-74059-009-9. 
  187. Compared to the infused flavors of Vietnamese and Thai food, flavors in Indonesia are kept relatively separate, simple and substantial.Brissendon, Rosemary (2003). South East Asian Food. Melbourne: Hardie Grant Books. ISBN 978-1-74066-013-6. 
  188. Natahadibrata, Nadya (2014-02-10). «Celebratory rice cone dish to represent the archipelago». The Jakarta Post. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-07-14. https://web.archive.org/web/20140714213059/http://www.thejakartapost.com/news/2014/02/10/celebratory-rice-cone-dish-represent-archipelago.html. Ανακτήθηκε στις 2014-07-14. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Επεξεργασία

Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ

Επεξεργασία