Ο Δισύπατος («δύο φορές ύπατος») λατινοποιημένα dishypatus, ήταν βυζαντινή τιμητική διάκριση ("διὰ βραβείου ἀξία") τον 9ο–11ο αι., προοριζόμενη για γενειοφόρους (barbatus, δηλαδή μη ευνούχους). Από τότε, και ιδιαίτερα κατά την περίοδο των Παλαιολόγων, μαρτυρείται ως οικογενειακό όνομα.

Ο τίτλος αναφέρεται σχετικά σπάνια σε φιλολογικές πηγές, και έχουν βρεθεί ελάχιστες σφραγίδες δισυπάτων. Πιθανώς δημιουργήθηκε τον 8ο αι. και μαρτυρείται για πρώτη φορά στις αρχές του 9ου αι., όταν κάποιος Θωμάς, αποδέκτης του Θεόδωρου του Στουδίτη, είχε τον τίτλο.[1][2] Ωστόσο, στο Κλητορολόγιον, που συνέταξε το 899 ο βυζαντινός αυλικός Φιλόθεος, κατατάσσεται αρκετά υψηλά, τοποθετούμενος κάτω από τον πρωτοσπαθάριο και επάνω από τον σπαθαροκανδιδάτο. Το Κλητορολόγιο αναφέρει επίσης, ότι το χαρακτηριστικό του διακρητικό ("βραβείον") είναι δίπλωμα.[1] Ο τίτλος φαίνεται να έχει εξαφανιστεί στο ίδιο το Βυζάντιο στα τέλη του 11ου αι., αλλά εξακολουθεί να επιβεβαιώνει κατά τον 12ο αι. στη με βυζαντινή επιρροή νότια Ιταλία.[2] Την ίδια περίοδο αρχίζει να εμφανίζεται ως επώνυμο το Δισύπατος, που γίνεται πιο διαδεδομένο μετά τον 13ο αι., όταν συνδέθηκε και με τη βασιλεύουσα δυναστεία των Παλαιολόγων. Μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων μελών του ήταν ο κανστρήσιος Μανουήλ Δισύπατος και ο Παλαμίτης μοναχός του 14ου αι. Δαβίδ Δισύπατος.[2]

Βιβλιογραφικές αναφορές

Επεξεργασία
  • Bury, J. B. (1911). The Imperial Administrative System of the Ninth Century – With a Revised Text of the Kletorologion of Philotheos. London: Oxford University Press. OCLC 1046639111 – via Archive.org.
  • Kazhdan, Alexander P. (1991). "Dishypatos". In Kazhdan, Alexander (ed.). The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford and New York: Oxford University Press. p. 638. ISBN 0-19-504652-8.