Βικιπαίδεια:Επιχείρηση μετάφραση από γερμανικά/στρατιωτικό λεξικό
Η σελίδα αυτή αποτελεί μεταφραστική βοήθεια γύρω από τους στρατιωτικούς ορισμούς. Δημιουργήθηκε με βάση το ελληνο-αγγλικό στρατιωτικό λεξικό του χρήστη Jpbrenna. Στην τωρινή του μορφή, δεν έχει μεταφραστεί ακόμη ολόκληρο.
Γενικά
ΕπεξεργασίαΕλληνικά | Γερμανικά | Αγγλικά |
---|---|---|
αιχμάλωτος, o | Kriegsgefangener, der | prisoner-of-war αιχμαλωτίζω to take prisoner |
Ακτοφυλακή | [Marine]Küstenpolizei | Coast Guard / Naval Coastal Police ??? |
αντάρτης, ο | Partisan, der | guerilla, partisan |
αρχειοφύλακας, ο | Archivar, der | archivist |
αρχηγία, η | Führung, die | command (authority) |
αρχηγός, επικεφαλής | Anführer, der | commander (generic) |
αρχηγείον, το | Gefechtsstand, der (σημείο διοίκησης) / Hauptquartier, das (γενικό αρχηγείο) | headquarters / command post |
αστυνομία, η | Militärpolizei, die (γενικά), Feldgendarmerie (Wehrmacht) ~ Feldjäger (λέγεται στην Bundeswehr) | police στρατιωτική ~ military police Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία (ΕΣΑ) Hellenic Military Police. Σήμερα Σ.Α. (Στρατιωτική Αστυνομία) |
βαθμός, ο | Rang, der | rank |
βολή, η | Schuss, der | shot |
βομβαρδίζω | bombardieren / Bombardement, das | to bomb, bombard ρίχνω βόμβες to release bombs |
γραμματεία, η | Sekretariat | secretariat |
διακριτικά, τα | Insigne, das (γενικά) / Dienstgradabzeichen, das (στρατ.) / στην Αυστρία επίσης: Distinktion, die | insignia |
διαταγή, η | Befehl, der | order, command |
διατάσσω | befehlen | to order |
Διαβιβάσεις | Nachrichtentruppen | Army signals |
έδαφος, το | Grund, Boden | land |
εθελοντής, ο | Freiwillige, der | volunteer |
εθνικός | nationale | adj. national |
εμπόλεμος | Kriegführende, der | belligerent |
επανάσταση, εξέγερση | Revolution, die / Aufstand, der | insurgency, rebellion, uprising |
ζυγός, ο | Glied, das | rank (in formation) |
ιππικό, το | Kavallerie, die | cavalry |
καριέρα, το | Karriere, die | career |
μάχη, η | Kampf, der | battle |
οπλοστάσιο, το | Arsenal, das | arsenal |
παλεύω | kämpfen | to fight |
Πεζικό | Infanterie | Infantry |
Ελαφρύ Πεζικό | Jäger ("κυνηγοί") / Leichte Infanterie (γενικά) | Light Infantry |
Πεζοναύτες | Marineinfanterie, die | Marines |
υπηρεσία πληροφοριών | Nachrichtendienst, der | intelligence |
πλοίο, το | Schiff, das | ship |
Πολεμική Αεροπορία, η | Luftwaffe, die | Air Force |
Πολεμικό Ναυτικό, το | Kriegsmarine, die | Navy |
πόλεμος, ο | Krieg, der | war |
πολιτοφυλακή, η | Miliz, die / στη Γερμανία ειδικά: Landwehr, die / Landsturm, der | militia |
προσταγή, η | Befehl, der | command structure, chain-of-command |
στόλος, ο | Flotte, die | fleet |
στολίσκος | Flotille, die | flotilla |
στρατηγείο, το | Hauptquartier, das | headquarters |
στρατολογία, η | Wehrpflicht, die (υποχρέωση στράτευσης) / Einberufung, die (κατάταξη) | conscription, draft; troop-levy |
στρατός, ο | Heer, das (Στρατός Ξηράς) / Armee, die (γενικά) | Army |
σώμα, το | [Armee]Korps, das / Korpskommandeur, der (σωματάρχης) | corps σωματάρχης corps-commander |
τιμή, η | Ehre, die | honor |
Ραντάρ | Funkmessortungsgerät, das | Radar |
Χωρικά ύδατα | Hoheitsgewässer, die | Territorial waters |
Μονάδες
ΕπεξεργασίαΕλληνικά | Γερμανικά | Αγγλικά |
---|---|---|
ενωμοτία | Zug | Platoon |
ενωμοτάρχης | Zugführer | Platoon leader |
Αντιαρματική μονάδα | Panzerjagdeinheit | anti-tank unit |
Διμοιρία, η | Kampfeinheit, die | platoon / squad |
Λόχος, το | Kompanie, die | company, troop |
Μεραρχία, η | Division, die | division |
Μοίρα, η | Grad | battery (artillery) |
Μονάδα, η | Einheit, die | unit |
Περίπολος (Στρατιωτική) | Heeresstreife | army patrol |
Στρατιωτικό Νοσοκομείο (εκστρατείας) | Armee-Feldlazarett | Army field hospital |
Στρατοδικείο | Feldgericht | Military court |
Σύνταγμα, το | Regiment, das | regiment; column |
Τάγμα, το | Bataillon, das | battalion |
ταξιαρχία, η | Brigade, die | brigade |
Σώμα (στρατού) | Armeekorps | Army Corps |
Τάγμα Κατασκευών | Bau-Bataillon | Construction battalion (CB αποκαλούμενο Sea-Bees - ΗΠΑ) |
Εφεδρεία | Ersatz- / Reserver, die | Reserve |
Στολίσκος Συνοδείας | Geleitflottille | Escort Flotilla |
Ακτοφυλακή | Küstenstreitkräfte | Coastal Forces |
Απόσπασμα/Ομάδα | Verband/Gruppe | |
επιλαρχία | Abteilung | Battalion |
Βαθμοί
ΕπεξεργασίαΣημείωση: η αντιστοιχία γερμανικών βαθμών ιδίως προ του 1945 δεν είναι σαφής, καθότι ίσχυε διαφορετική διάρθρωση στους βαθμούς των στρατηγών, και ο αριθμός των βαθμίδων υπαξιωματικών ήταν (και παραμένει) μεγαλύτερος των αντιστοίχων ελληνικών. Δείτε επίσης:
- Βαθμοί και διακριτικά των στρατών ξηράς των μελών του ΝΑΤΟ και
- Βαθμοί και διακριτικά των αξιωματικών του στρατού ξηράς των μελών του ΝΑΤΟ
- Πρότυπο:Στρατιωτικοί βαθμοί
- en:Template:Military ranks
Ναυτικό
ΕπεξεργασίαΕλληνικά | Γερμανικά | Αγγλικά |
---|---|---|
Ανθυπασπιστής Β' | Fähnrich zur See (κυριολεκτικά: Ναυτικός Σημαιοφόρος) |
Warrant Officer |
Ανθυπασπιστης Α' | Oberfähnrich zur See (κυριολεκτικά: Ναυτικός Επισημαιοφόρος) |
Chief Warrant Officer |
Σημαιοφόρος | Unterleutnant zur See (κυριολεκτικά: Ναυτικός Τοποτηρητής) |
ensign |
Ανθυποπλοίαρχος | Leutnant zur See (κυριολεκτικά: Ναυτικός Τοποτηρητής) |
Sub Lieutenant (UK) / Lieutenant Junior Grade (US) |
Υποπλοίαρχος Β' | Oberleutnant zur See (κυριολεκτικά: Ναυτικός Επιτοποτηρητής) |
Lieutenant |
Υποπλοίαρχος Α' | Kapitänleutnant (κυριολεκτικά: Τοποτηρητής Καπετάνιου) |
Captain Lieutenant |
Πρωθυποπλοίαρχος | StabsKapitänleutnant (κυριολεκτικά: Τοποτηρητής Καπετάνιου) |
Staff Captain Lieutenant |
Πλωτάρχης | Korvettenkapitän (κυριολεκτικά: Καπετάνιος Κορβέτας) |
Corvette Captain / Lieutenant Commander |
Αντιπλοίαρχος | Fregattenkapitän (κυριολεκτικά: Καπετάνιος Φρεγάτας) |
Commander |
Πλοίαρχος | Kapitän zur See (κυριολεκτικά: Ναυτικός Καπετάνιος) |
Captain |
έχει πολλές έννοιες:
|
Kommodore / Flottillenadmiral | Commodore |
Υποναύαρχος | Konteradmiral | Counter Admiral / Rear Admiral |
Αντιναύαρχος | Vizeadmiral | Vice Admiral |
Ναύαρχος | Admiral | Admiral |
Αρχιναύαρχος (Β΄ Π.Π.) δεύτερος υψηλότερος βαθμός, αντίστοιχος του Generaloberst | Generaladmiral | General Admiral |
Μέγας Ναύαρχος / Στόλαρχος ο υψηλότερος βαθμός που υπήρξε (αντίστοιχο Στρατάρχη) | Großadmiral / Flottenadmiral | Grand Admiral / Fleet Admiral |
Αξιωματικοί
ΕπεξεργασίαΕλληνικά | Γερμανικά | Αγγλικά |
---|---|---|
Αρχιστράτηγος, ανώτατος διοικητής | Oberbefehlshaber, der / Oberkommandierende, der | commander-in-chief |
Αρχηγός γενικού επιτελείου | Generalstabschef | Chief of the General Staff |
Στρατάρχης του Ράιχ/Αιθεράρχης του Ράιχ (ειδικός βαθμός για τον Χέρμαν Γκαίρινγκ) | Reichsmarschall | Reich Marshal, Marshal of the Empire |
Στρατάρχης/Αιθεράρχης | Marschall / Feldmarschall / ειδικά στα γερμανικά κράτη: Generalfeldmarschall (GFM) | Field Marshal, Marshal of the Air Force |
Αρχιστράτηγος, βαθμός προ του 1945, στη ΛΔΓ έως το 1991 | Generaloberst | Colonel General |
Στρατηγός | General | General (4-star) |
Αρχιπτέραρχος (ως 1945) / Πτέραρχος | Generaloberst (ως 1945) / General der Luftwaffe (Bundeswehr) | Air Chief Marshal |
Αντιστράτηγος/Στρατηγός του Πεζικού/Ιππικού/κτλ. [όπλο/σώμα] (ως 1945) | Generalleutnant / προ του 1945: General der Infanterie/Kavallerie/usw. [όπλο/σώμα] | Lieutenant General / General of the Infantry/Cavalry/etc. [όπλο/σώμα] |
Αντιπτέραρχος/Πτέραρχος 1945 | Generalleutnant / προ του 1945: General der Flieger | Air Marshal (UK); Lt general (US) |
Υποστράτηγος | Generalmajor | Major General |
Ταξίαρχος | Brigadegeneral, der (Bundeswehr) | Brigadier General |
Συνταγματάρχης | Oberst, der | Colonel |
Σμήναρχος | Oberst, der | Group Captain (UK); Colonel (US) |
Αντισυνταγματάρχης | Oberstleutnant, der | Lt Colonel |
Αντισμήναρχος | Oberstleutnant, der | Wing Commander (UK); Lt Colonel (US) |
Ταγματάρχης | Major, der | Major |
Αρχισμηναγός | Major, der | Squadron leader (UK); Major (US) |
Επιλοχαγός | Stabshauptmann, der | Staff Captain, Senior Captain |
Επισμηναγός | Stabshauptmann, der | Staff Captain, Senior Captain |
Λοχαγός | Hauptmann, der | Captain |
Σμηναγός | Hauptmann, der | Flight Lieutenant (UK); Captain (US) |
Πρωθυπολοχαγός | Oberleutnant, der | Senior Lieutenant, First Lieutenant |
Πρωθυποσμηναγός | Oberleutnant, der | First Lieutenant |
Υπολοχαγός | Leutnant, der | Lieutenant, Second Lieutenant |
Υποσμηναγός | Leutnant, der | Flying Officer (UK); Second Lieutenant (US) |
Ανθυπολοχαγός | Unterleutnant, der | Junior Lieutenant, Third Lieutenant |
Ανθυποσμηναγός | Unterleutnant, der | Pilot Officer (UK); Third Lieutenant |
Ανθυπασπιστής, ο | Fähnrich και παράγωγά του (στη ΛΔΓ) | warrant officer |
Αξιωματικός, ο | Offizier, der | officer |
Διοικητής, ο | Kommandant, der / Kommandeur, der / Befehlshaber, der | commandant / commander |
Επιτελάρχης | Stabschef | chief of staff |
Υπασπιστής, ο | Adjutant, der | adjutant; aide de camp (ADC) |
Υποδιοικητής, ο | deputy commandant | |
Εύελπις | Kadett, der | officer cadet / midshipman (ναυτ.) |
δόκιμος αξιωματικός | Offiziersanwärter, der | officer candidate |
Κατώτεροι βαθμοί
ΕπεξεργασίαΕλληνικά | Γερμανικά | Αγγλικά |
---|---|---|
Αρχιλοχίας (διάφορες βαθμίδες) | Oberstabsfeldwebel, Stabsfeldwebel και Hauptfeldwebel |
|
Επιλοχίας | Oberfeldwebel | |
Λοχίας | Feldwebel | Sergeant |
Υπαξιωματικός (γενικά), πρώτη βαθμίδα λοχία (βαθμός) | Unteroffizier, der | |
Δεκανεύς, o (δεκανέας, διάφορες βαθμίδες) | Obergefreiter, Stabsgefreiter, Oberstabsgefreiter |
corporal |
Υποδεκανεύς (υποδεκανέας), ο | Gefreiter, der | lance corporal |
Στρατιώτης Α' τάξεως | Oberschütze (Wehrmacht) | Private first class |
εθελοντής | volunteer | |
κελευστής, ο | Bootsmann, der | petty officer second class δόκιμος κελευστής petty officer third class επικελευστής petty officer first class |
αρχικελευστής | chief petty officer | |
κληρωτός, ο | conscript, draftee | |
λέμβαρχος, ο | Steuermann, der | coxswain |
λοστρόμος, ο | Hochbootsmann, der | chief-of-the-boat, boatswain |
επιλοχίας | staff sergeant | |
λοχίας-εκπαιδευτής | drill-sergeant, DI ~σημαινίας master sergeant, flight sergeant | |
ναύτης, ο | Seemann, der (πληθ: Seeleute) | sailor (occupation)/ seaman (rank) |
νοσοκόμος, ο | Sanitäter, der | medic, hospital corpsman; pharmacist's mate |
πεζοναύτης, ο | Marineinfanterist, der | marine |
Πεζοναύτες, οι | Marineinfanteristen, die | the Marines |
πηδαλιούχος, ο | Steuermann, der | coxswain |
πυροβολητής, ο | Artillerist, der (γενικά) Kanonier, der (βαθμός ισοδύναμος με απλό στρατιώτη) |
gunner, artilleryman |
σκαπανέας, ο | Pionier, der | miner, sapper; combat engineer |
ακροβολιστής, ο / ελεύθερος σκοπευτής | Scharfschütze, der | sniper |
στρατιώτης, ο | Soldat, der | soldier στρατιώτης-υπηρέτης (enlisted) orderly |
στρατιωτικός | militärisch | adj. military |
τορπιλλιστής, ο | Torpedomann | |
υπαξιωματικός, ο | Unteroffizier | non-commissioned officer (NCO), petty officer |
Υποψήφιος υπαξιωματικός | Unteroffiziersanwärter | |
Στρατιώτης | Soldat, der (γενικά) Schütze (βαθμός: οπλίτης) |
soldier |
"Κυνηγός" (Στρατιώτης ελαφρού πεζικού) αλπινιστής αλεξιπτωτιστής |
Jäger, der Gerbirgsjäger Fallschirmjäger |
|
Στρατιώτης πεζικού | Infanterist, der Landser, der |
Infantryman |
Στρατιώτης επίλεκτου πεζικού Στρατιώτης μηχανοκίνητου πεζικού |
Grenadier Panzergrenadier |
Grenadier |
διαχειριστής, ο | clerk, yeoman ~υλικών disbursing clerk | |
δύτης, ο | Taucher, der | diver |
Όπλα
ΕπεξεργασίαΕλληνικά | Γερμανικά | Αγγλικά |
---|---|---|
οβιδοβόλο | Haubitze, die | Howitzer |
τεθωρακισμένο αυτοκινούμενο πυροβόλο | Panzerhaubitze, die | |
πεδινό οβιδοβόλο | Feldhaubitze, die | |
αυτόματο πυροβόλο | Maschinenkanone | Autocannon |
ολμοβόλο (όλμος) | Mörser | mortar |
αυτοκινούμενο πυροβόλο | Selbstfahrlafette | Self-propelled gun |
πιστόλι, το | Pistole, die | pistol |
πυροβολικό | Artillerie, die | artillery |
πολυβόλο, το | Maschinengewehr, das | machine gun |
πυροβόλο, το | Schußwaffe, die | cannon, artillery piece |
τυφέκιο (τουφέκι), το | Gewehr, das | rifle |
αντιτορπιλικό, το | Zerstörer, der | destroyer |
άρμα μάχης, το | Panzer, der | tank |
αρματαγωγό, το | transport, landing-ship, LST | |
βομβαρδιστικό, το | Bomber, der | bomber (aircraft) |
αποστολή βομβαρδισμού, η | bombing run | |
Γενικό Επιτελείο | Generalstab, der | general staff (γενικός adj. general) |
κόπανος (τυφεκίου) | Gewehrkolben, der | rifle-butt |
ναρκαλιευτικό, το (Ξηράς) | Minenabwehrfahrzeug, das | minesweeper |
όπλο, το | Waffe, die | combat arm (infantry, aviation etc.) όπλα, τα arms |
Θωρηκτό | Panzerschiff, das | Battleship |
Καταδρομικό | Kreuzer | Cruiser |
Αεροπλανοφόρο | Flugzeugträger | Aircaft Carrier |
Ναρκαλιευτικό / Ναρκαλιευτής (Θαλάσσης) | Minensuchboot / Minensucher | Minesweeper |
Φρεγάτα | Fregatte | frigate |
Υποβρύχιο | Unterseeboot (U-Boot) | submarine, u-boat |
τεθωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού | Schützenpanzerwagen | armored personnel carrier |
καταδιωκτικό (αεροσκάφος) | Jagdflugzeug, das / Jäger, der | fighter aircraft |
βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως (Στούκα) | Sturzkampfflugzeug (Stuka) | dive-bomber aircraft |
όχημα παντός εδάφους | Geländewagen | |
Αντιαεροπορικό πυροβόλο | Flugabwehrkanone (FLAK) | anti-aircraft gun (AA gun) / flak gun |
Αντιαρματικό πυροβόλο | Panzerabwehrkanone (PAK) | anti-tank gun (AT gun) |
κυνηγός αρμάτων | Panzerjäger | tank hunter |
χειροβομβίδα | Handgranate | handgrenade |