Αρέχις Β΄ του Μπενεβέντο

Ο Αρέχις Β΄ (επίσης Αρέτχις, Αρίχις, Αρέχι ή Αρέγις ) (π. 734 [4] – 26 Αυγούστου 787) ήταν δούκας του Μπενεβέντο, στη Νότια Ιταλία. Προσπάθησε να επεκτείνει την επιρροή του Μπενεβέντο σε περιοχές της Ιταλίας, που βρίσκονταν ακόμη υπό τον έλεγχο του Βυζαντίου, αλλά έπρεπε επίσης να αμυνθεί ενάντια στον Καρλομάγνο, ο οποίος είχε κατακτήσει τη βόρεια Ιταλία.

Αρέχις Β΄ του Μπενεβέντο
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση734[1]
Θάνατος26  Αυγούστου 787
Σαλέρνο
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςAdelperga (από Δεκαετία του 750)[2]
ΤέκναGisulf von Benevent[3]
Theoderada von Benevent[3]
Romuald von Benevent[3]
Γριμοάλδος Γ΄ του Μπενεβέντο[3]
Adelchisa von Benevent[3]
ΓονείςΛιουτπράνδος του Μπενεβέντο
ΟικογένειαΟίκος των Γκαουζιδών
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Γενεαλογία

Επεξεργασία

Ο Αρέχις Β΄ καταγόταν από τους Λομβαρδούς, οι οποίοι είχαν εισβάλει στην Ιταλική χερσόνησο στα τέλη του 6ου αι. Οι Λομβαρδοί ίδρυσαν το βασίλειό τους στη βόρεια Ιταλία· πρωτεύουσά τους ήταν η Παβία και περιλάμβανε επίσης δύο ανεξάρτητα δουκάτα του νότου: το Σπολέτο και το Μπενεβέντο.

Ο Αρέχις Β΄ ήταν γιος του Λιουτπράνδου δούκα του Μπενεβέντο, τον οποίο διαδέχθηκε το 756. Ο Αρέχις Β΄ συνέχισε να χρησιμοποιεί τον τίτλο τού δούκα τού Μπενεβέντο έως ότου το βασίλειο των Λομβαρδών έπεσε στον Καρλομάγνο το 774. Ο Αρέχις Β΄ υιοθέτησε τον τίτλο τού πρίγκιπα τού Μπενεβέντο μετά την πτώση του βασιλείου -πιθανώς ως χειρονομία ανεξαρτησίας- και συνέχισε να τον χρησιμοποιεί μέχρι το τέλος του το 787.

Οικογένεια

Επεξεργασία
 
Τρέμισις που φέρει την εικόνα του Αρέχι Β΄, αφού πήρε τον τίτλο του πρίγκιπα.

Γύρω στο 757 ο Αρέχις Β΄ νυμφεύτηκε την Αντελπέργκα, κόρη του βόρειο-Λομβαρδού βασιλιά Δεζιδέριου. Ο Αρέχις Β΄ δημιούργησε φιλικές -σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητες— σχέσεις με τον Δεζιδέριο. Αυτό κράτησε μέχρι το 774, όταν το βασίλειο των Λομβαρδών έπεσε στα χέρια των Φράγκων και ο Δεζιδέριος καθαιρέθηκε. Το ζεύγος στο Μπενεβέντο απέκτησε τρία αγόρια και δύο κορίτσια.

Πολιτιστικές συνεισφορές

Επεξεργασία

Σύμφωνα με τα πρότυπα του 8ου αιώνα, η Aντέλπεργκα και ο Aρέχις Β΄ ήταν αξιόλογοι προστάτες του πολιτισμού. Η Aντέλπεργκα ανέθεσε στον μεγάλο Λομβαρδό συγγραφέα Παύλο τον Διάκονο να συγγράψει τη Ρωμαϊκή Ιστορία (Historia Romana), ένα εγχειρίδιο Ρωμαϊκής ιστορίας που χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά τον υπόλοιπο Μεσαίωνα. Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν επίσης, ότι ανέθεσαν το πιο διάσημο Ιστορία του λαού των Λομβαρδών (Historia gentis Langobardorum) του Παύλου, αν και αυτό είναι αβέβαιο. Ο Αρέχις Β΄ φρόντισε για τη μεταφορά των λειψάνων των αγίων στην πρόσφατα παραγγελθείσα εκκλησία της Σάντα Σοφία στο Μπενεβέντο. Η εκκλησία σώζεται ακόμη, αν και έχει ανακαινιστεί αρκετά. Είναι διακοσμημένη με σπάνιες τοιχογραφίες του 8ου αι.

Ο Aρέχις Β΄ δαπάνησε επίσης σε οικοδομικά έργα στο Σαλέρνο, συμπεριλαμβανομένου ενός νέου παλατιού και ενός κάστρου. Το Σαλέρνο γινόταν ολοένα και πιο σημαντικό λιμάνι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αρέχι Β΄. Μεγάλα μοναστήρια του νότου, όπως το Μόντε Κασίνο και το Σαν Βιντσέντσο αλ Βολτούρνo έλαβαν επίσης σημαντικές δωρεές από αυτόν.

Πολιτικές δραστηριότητες

Επεξεργασία
 
Ο Αρέχις Β΄, από τον Νομικό Κώδικα των Λογγοβάρδων (Codex legum Langobardorum).

Ο Αρέχις Β΄ ήταν δούκας, όταν ο Καρλομάγνος κατέκτησε το βασίλειο των Λομβαρδών της Βόρειας Ιταλίας το 774. Αν και ο Αρέχις Β΄ αρνήθηκε να υποταχθεί, όταν ο Καρλομάγνος έγινε βασιλιάς των Λομβαρδών, το Μπενεβέντο έμεινε σε μεγάλο βαθμό ανενόχλητο. Την ίδια χρονιά ο Αρέχις Β΄ υιοθέτησε τον τίτλο του πρίγκιπα του Μπενεβέντο· εξέδωσε επίσης ευάριθμους νόμους. Και οι δύο αυτές πράξεις προορίζονταν πιθανώς ως χειρονομία περιφρόνησης κατά του Καρλομάγνου: μέχρι εκείνη τη στιγμή μόνο οι Λομβαρδοί βασιλείς θέσπιζαν νόμους. Δεδομένου ότι ο Καρλομάγνος αυτοπροσδιορίστηκε πλέον ως βασιλιάς των Λομβαρδών, ο Αρέχις Β΄ ουσιαστικά απέρριπτε το δικαίωμα του Καρλομάγνου σε αυτόν τον τίτλο.

Τον Νοέμβριο του 774, αμέσως μετά την επίσημη στέψη του ως πρίγκιπα, ο Aρέχις Β΄ αποφάσισε να στείλει μέλη των οικογενειών Κορτιζάνι και Μπακάρι να καταλάβουν τη μεσαία περιοχή τού ποταμού Μπιφέρνo, ονομάζοντάς τους ως γαστάλδους, την επίσημη βασιλική αρχή στην περιοχή. [5] [6]

Το 776 ο Αρέχις Β΄ πιθανότατα ενεπλάκη σε μία συνωμοσία των Λομβαρδών για την απόρριψη της Φραγκικής κυριαρχίας. Ο Καρλομάγνος συνέτριψε με επιτυχία αυτή την εξέγερση, η οποία επικεντρώθηκε κυρίως στο βορειοανατολικό Φρίουλι. Ο Αρέχις Β΄ δεν φαίνεται να παρείχε μεγάλη πρακτική υποστήριξη για την εξέγερση και ο Καρλομάγνος αναγκάστηκε να επιστρέψει βιαστικά βόρεια των Άλπεων, αντί να ασχοληθεί με τον Αρέχι Β΄. Για άλλη μία φορά, η γεωγραφική απόσταση προστάτευσε τον Αρέχι Β΄ από τους Φράγκους.

Το κράτος στο Μπενεβέντο του Αρέχι Β΄ συνέχισε να αψιμαχεί και να προσπαθεί να καταλάβει εδάφη από το γειτονικό Βυζαντινό δουκάτο της Νάπολης. Ωστόσο κάποια στιγμή, ίσως στα μέσα της δεκαετίας του 780, ο Αρέχις Β΄ κατέληξε σε συμβιβασμό με τον δούκα της Νάπολης, που ορίζεται σε ένα έγγραφο, το οποίο ονομάζεται συμφωνία (pactum). Αυτή η συμφωνία ορίζει λεπτομερείς διατάξεις, που αφορούν την ιδιοκτησία γης και την επίλυση διαφορών. Μπορεί να είχε σκοπό να ανακουφίσει το Μπενεβέντο, το οποίο αντιμετώπιζε την διαφαινόμενη Φραγκική απειλή.

 
Ερείπια του Καστέλο ντι Αρέχι, ενός φρουρίου που οικοδομήθηκε από τον Aρέχις Β΄, αφού μετέφερε την πρωτεύουσά του στο Σαλέρνο.

Αυτό αποκρυσταλλώθηκε το 787, όταν ο Καρλομάγνος προχώρησε στη νότια Ιταλία και πολιόρκησε την Κάπουα, μία σημαντική πόλη στο πριγκιπάτο του Μπενεβέντο. Ο Αρέχις Β΄ άφησε το ίδιο το Μπενεβέντο και αποσύρθηκε στο νέο του κέντρο, το λιμάνι τού Σαλέρνο. Υπό την πίεση, ο Αρέχις Β΄ προφανώς υποτάχθηκε στη Φραγκική επικυριαρχία. Όπως ο Άιναρντ, ο βιογράφος του Καρλομάγνου, το περιγράφει στον Βίο του Καρλομάγνου (Vita Caroli Magni) του:

"Στη συνέχεια, ο Καρλομάγνος μπήκε στην Ιταλία αυτοπροσώπως με τον στρατό του [το 787] και πέρασε από τη Ρώμη στην Κάπουα, μία πόλη στην Καμπανία, όπου έστησε το στρατόπεδό του και απείλησε τους Μπενεβεντιανούς με εχθροπραξίες, εκτός και αν υποταχθούν σε αυτόν. Ο δούκας τους Αράγκις διέφυγε τον κίνδυνο, στέλνοντας τους δύο γιους του Ρούμολντ και Γκρίμολντ με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, για να συναντήσουν τον βασιλιά, παρακαλώντας τον να τους δεχτεί ως ομήρους και υποσχέθηκε για τον ίδιο και τον λαό του τη συμμόρφωση με όλες τις εντολές του βασιλιά, με την μόνη προϋπόθεση ότι δεν θα πρέπει να απαιτείται η προσωπική του παρουσία. Ο βασιλιάς έλαβε υπόψη του την ευημερία τού λαού παρά την πεισματική διάθεση του δούκα, δέχτηκε τους προτεινόμενους ομήρους και τον απελευθέρωσε από την υποχρέωση να εμφανιστεί ενώπιόν του για το όμορφο δώρο του. Κράτησε τον μικρότερο γιο μόνο ως όμηρο, και έστειλε τον πρεσβύτερο στον πατέρα του, και επέστρεψε στη Ρώμη, αφήνοντας επιτρόπους με τον Αράγκι, για να ζητήσουν τον όρκο πίστης και να τον δώσουν στους Μπενεβεντιανούς. Έμεινε στη Ρώμη αρκετές ημέρες για να εκπληρώσει τα προσκυνήματά του στους ιερούς τόπους και μετά επέστρεψε στη Γαλατία [το έτος 787]".

Επιφανειακά, ο Καρλομάγνος φαινόταν να έχει επιβληθεί στο Μπενεβέντο. Ο Αρέχις Β΄ είχε δηλώσει υποτέλεια και ένας από τους γιους του κρατούνταν όμηρος, ως εγγύηση τής πίστης τού Μπενεβέντο. Η Φραγκική επιρροή φάνηκε και επίσημα: παραδοσιακά το Μπενεβέντο παρήγαγε και χρησιμοποιούσε χρυσά νομίσματα κατά τον Βυζαντινό τύπο, αλλά από το 787 το νομισματοκοπείο του Μπενεβέντο άρχισε να κόβει και αργυρά νομίσματα. Τα νέα νομίσματα ήταν παρόμοια με αυτά, που εκδόθηκαν από το Φραγκικό βασίλειο του Καρλομάγνου. Τόσο τα νέα αργυρά, όσο και τα παραδοσιακά χρυσά νομίσματα, καθώς και τα νομικά έγγραφα του Μπενεβέντο, άρχισαν να περιλαμβάνουν το όνομα και τον τίτλο του Καρλομάγνου μαζί με αυτά του Αρέχι Β΄. Η συμπερίληψη των τίτλων σε νομίσματα και σε καταστατικά θεωρείτο σημαντικός δείκτης πολιτικής εξουσίας.

 
Άλλος ένας τρέμισις του Αρέχι Β΄.

Ωστόσο, ο Άιναρντ υπερεκτιμά την επιτυχία του Καρλομάγνου. Η Φραγκική επιρροή στο Μπενεβέντο αποδείχθηκε πολύ βραχύβια. Το 788, τόσο ο μεγαλύτερος αδελφός του Γριμοάλδου Γ΄, ο Ρόμουαλντ, όσο και ο ίδιος ο Αρέχις Β΄ απεβίωσαν. Ο Γριμοάλδος Γ΄, που κρατούνταν όμηρος από τον Καρλομάγνο, τον διαδέχθηκε ως πρίγκιπας του Μπενεβέντο. Ασύνετα, ο Καρλομάγνος απελευθέρωσε τον Γριμόαλδο Γ΄ με αντάλλαγμα μία δήλωση υποτέλειας. Ο Γκριμοάλδος Γ΄ δεν κράτησε την υπόσχεσή του: περίπου από το 791 είχε ουσιαστικά ανακηρυχθεί ανεξάρτητος και αντιστάθηκε επιτυχώς στους Φράγκους. Ο Γριμοάλδος Γ΄ προσπάθησε αργότερα να αποβάλει τη Φραγκική επικυριαρχία, αλλά οι γιοι του Καρλομάγνου, ο Πεπίνος της Ιταλίας και ο Κάρολος ο Νεότερος, τον ανάγκασαν να υποταχθεί το 792.

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 122110366. Ανακτήθηκε στις 14  Οκτωβρίου 2015.
  2. p67225.htm#i672243. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  4. According to the Chronicon Salernitanum, Arechis vixit autem quinquaginta tres (53) annos; obiit septimo Kal. Septembris, anno ab incarnacione Domini 787, indictione 9.
  5. Bozza, Francesco (2014). L’antistoria nell’area del medio biferno: Ricostruzioni di cornici per le inquadrature di storia molisana (PDF). Italy. σελ. 121. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 26 Ιουλίου 2021. 
  6. Historiae urbium et Regionum Italiae rariores (στα Ιταλικά). A. Forni. 1763. 

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • Άινχαρντ . Η ζωή του Καρλομάγνου Αρχειοθετήθηκε 2008-05-14 στο Wayback Machine. . Μετάφραση Samuel Epes Turner.
  • King, P. D. (1987). Charlemagne: Translated Sources. Lancaster.
  • Noble, T. F. X. (1984). The Republic of St. Peter: the Birth of the Papal State, 680–825. Philadelphia.
  • Oman, Charles (1914). The Dark Ages, 476–918. London.
  • Wickham, Christopher (1981). Early Medieval Italy: Central Power and Local Society, 400–1000. London.