Ένοπλοι Επαναστατικοί Πυρήνες

ιταλική τρομοκρατική οργάνωση

Οι Ένοπλοι Επαναστατικοί Πυρήνες (ιταλικά: Nuclei Armati Rivoluzionari, συντμ. NAR), ήταν μια ιταλική τρομοκρατική νεοφασιστική ένοπλη οργάνωση που δραστηριοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των μολυβένιων χρόνων από το 1977 έως το Νοέμβριο του 1981. Η οργάνωση διέπραξε 33 δολοφονίες σε τέσσερα χρόνια και είχε προγραμματίσει να δολοφονήσει τον Φραντζέσκο Κοσίγκα, τον Τζιανφράνκο Φίνι και τον Αντόλφο Ούρσο. Οι Πυρήνες διατήρησαν στενούς δεσμούς με την «Banda della Magliana», μια εγκληματική οργάνωση με έδρα τη Ρώμη, η οποία παρείχε στη οργάνωση υλικοτεχνική υποστήριξη όπως ψεύτικα έγγραφα, όπλα και βόμβες. Τον Νοέμβριο του 1981, ανακαλύφθηκε ότι οι Πυρήνες έκρυψαν όπλα στα υπόγεια του Υπουργείου Υγείας. Η πρώτη δίκη εναντίον τους στις 2 Μαΐου 1985 καταδίκασε 53 άτομα της οργάνωσης για σωρεία εγκληματικών δραστηριοτήτων.[1]

Ένοπλοι Επαναστατικοί Πυρήνες
Συμμετοχή στη Σφαγή της Μπολόνια
Ενεργό1977 – 1981
ΙδεολογίαΝεοφασισμός
επαναστατικός εθνικισμός
τρίτη θέση
ΗγέτεςΒαλέριο Φιοραβάντι
Φραντζέσκα Μάμπρο
Κριστιάνο Φιοραβάντι
Αλεσάντρο Αλιμπράντι
Φράνκο Ανσέλμι
Μασίμο Καρμινάτι
ΑρχηγείοΡώμη
Περιοχή Ιταλία
ΑντίπαλοιΚομμουνιστές, αστυνομία, κρατικές δομές
ΣυμπλοκέςΠολλές βομβιστικές επιθέσεις και δολοφονίες

Ιστορικό υπόβαθρο

Επεξεργασία

Τα τέλη της δεκαετίας του '70 στη Ιταλία ήταν μια εποχή πολιτικής βίας με τη μορφή βομβιστικών επιθέσεων, δολοφονιών και ταραχών στους δρόμους μεταξύ αντίπαλων ακραίων ομάδων. Μια κατάσταση γενικής εξέγερσης που είδε και τις δύο ριζοσπαστικές πολιτικές παρατάξεις της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς να αντιτίθενται και είχε σαν αποτέλεσμα να χωρίσει χιλιάδες νέους ιδεολογικά, σύροντας σχεδόν ολόκληρη την Ιταλία στο κατώφλι ενός ιδεολογικού εμφυλίου πολέμου, κάτι που αναπόφευκτα έθεσε τις προϋποθέσεις για την δημιουργία τρομοκρατικών οργανώσεων.

Η βία που ξεκίνησε από τις διαδηλώσεις και τις πλατείες, όπου οι συγκρούσεις μεταξύ δεξιών και αριστερών διαδηλωτών ήταν σε καθημερινή βάση και η οποία στη συνέχεια ώθησε το νεοφασιστικό κίνημα της νεολαίας προς ένα ολοένα και πιο ανοιχτό χάσμα μεταξύ δύο διαφορετικών γενεών. Από τη μία πλευρά, ήταν το πιο συντηρητικό και πιο στενά συνδεδεμένο κομμάτι με το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα του Αλμιράντε, το οποίο δεν ανέχονταν την αδιάκριτη βία στους δρόμους, και από την άλλη πλευρά, εμφανίστηκε μια πιο επαναστατική και παρεμβατική γενιά που λίγο αργότερα, ώθησε μια ολόκληρη σειρά νεοφασιστικών ομάδων, οδηγημένη από πολιτικά κίνητρα και ιδανικά που δεν συμβιβάζονταν με τις απόψεις του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος καθώς και την άρνηση των «παλιών φασιστών», να υοθετήσουν ορισμένες μεθόδους ένοπλου αυθορμητισμού εναντίον του κράτους, που μέχρι τότε ήταν χαρακτηριστικό μόνο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.

Ο πρώτος πυρήνας της οργάνωσης εμφανίστηκε στη Ρώμη το φθινόπωρο του 1977. Δημιουργήθηκε από τους νέους ακτιβιστές του νεοφασιστικού κόμματος Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (MSI) - Φράνκο Ανσέλμι, Αλεσάντρο Αλιμπράντι, Βαλέριο Φιοραβάντι, τη φίλη του Φραντζέσκα Μάμπρο και τον Κριστιάνο Φιοραβάντι. Η μέχρι τότε πολιτική του MSI τους φάνηκε πολύ μετριοπαθής και ευκαιριακή εξαιτίας της αδράνειας που έδειχνε ενάντια σε επιθέσεις από πολιτικούς αντιπάλους και την αστυνομία, όπως οι δολοφονίες της Άκκα Λαρέντια.[2] Επηρεασμένη από τα αριστερά κινήματα, μια μεγάλη ομάδα ακροδεξιών νέων, συμπεριλαμβανομένου του Φιοραβάντι και των στενών συνεργατών του, μετακινήθηκε από τις οδομαχίες στην τρομοκρατία. Σε αντίθεση με τους αριστερούς ομολόγους τους, έδωσαν έμφαση στις προσωπικές ιδιότητες όπως ο αυθορμητισμός και η προθυμία να πολεμήσουν, ακόμη και σε μια χαμένη υπόθεση, για πολιτικούς στόχους. Οι Νέοι νεοφασιστές θεωρούσαν το ιταλικό κράτος ως εχθρική δομή γραφειοκρατικής δικτατορίας και κοντά στους κομμουνιστές. Η μόνη αποτελεσματική μέθοδος πάλης φάνηκε για αυτούς να είναι η ένοπλη αντίσταση. Ένας από τους ηγέτες των Πυρήνων, ο Βαλέριο Φιοραβάντι είπε:

«Με ρωτάς τι είναι οι «NAR», αν υπάρχει ένας οργανισμός πίσω από αυτό το ακρωνύμιο. Απαντώ: Οι «NAR» είναι ένα ακρωνύμιο πίσω από το οποίο δεν υπάρχει κανένας οργανισμός, με διαχειριστικά όργανα, με ηγέτες, με περιοδικές συναντήσεις, με προγράμματα. Δεν υπάρχει καμία οργάνωση «NAR» παρόμοια με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Δεν υπάρχει καν ένα ελάχιστο επίπεδο οργάνωσης. Κάθε ένοπλη φασιστική ομάδα που σχηματίζεται ακόμη και περιστασιακά για μία ενέργεια μπορεί να χρησιμοποιήσει τη συντομογραφία «NAR». Από την άλλη πλευρά, δεν θα υπήρχε τρόπος να το αποτρέψουμε»

— Απόσπασμα από τις ανακρίσεις του Βαλέριο Φιοραβάντι στις 19 Φεβρουαρίου 1981[3]

Σχεδόν όλοι οι ακτιβιστές των Ένοπλων Επαναστατικών Πυρήνων είχαν κάποιο είδος προβλήματος με το νόμο - από τον εφηβικό χουλιγκανισμό έως τις διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα. Ο Ανσέλμι ξυλοκοπήθηκε σοβαρά από αριστερούς, ο Αλιμπράντι και ο Βαλέριο Φιοραβάντι συμμετείχαν σε μια σύγκρουση που κατέληξε στη δολοφονία ενός κομμουνιστή. Όλοι τους υοθετούσαν μια φασιστική κοσμοθεωρία (στην πρώιμη συνδικαλιστική εκδοχή) και ταυτόχρονα προχωρούσαν προς τον αναρχισμό. Ο βίαιος αντικομμουνισμός ήταν ένα σημαντικό στοιχείο της ιδεολογίας τους.

Κοινωνικά, ανήκαν κυρίως στα μεσαία στρώματα, με πολλούς να προέρχονταν από οικογένειες δημοσίων υπαλλήλων. Αυτός ο συνδυασμός προωθήθηκε φυσικά προς την υπόγεια τρομοκρατία, δομημένος όχι σύμφωνα με μια κάθετη ιεραρχία, αλλά σύμφωνα με την αρχή του οριζόντιου δικτύου. Δεν υπήρχε επίσημη ηγεσία στην οργάνωση. Ο de facto βασικός πυρήνας της οργάνωσης αποτελούνταν από τους Φράνκο Ανσέλμι, Βαλέριο Φιοραβάντι, Αλεσάντρο Αλιμπράντι, Κριστιάνο Φιοραβάντι, Φραντζέσκα Μάμπρο, Τζιλμπέρτο Καβαλίνι, Τζόρτζιο Βάλε και Μασίμο Καρμινάτι.

Σφαγή στην Άκκα Λαρέντια

Επεξεργασία

Το απόγευμα της 7ης Ιανουαρίου 1978, άγνωστοι άκροαριστεροί ένοπλοι πυροβόλησαν και σκότωσαν μια ομάδα νέων νεοφασιστών στη οδό Άκκα Λαρέντια. Μεταξύ αυτών ήταν οι νεοφασιστές Φράνκο Μπιγκοντζέτι και Φραντσέσκο Τσιαβάτα. Λίγες ώρες αργότερα, ο Στέφανο Ρετσιόνι τραυματίστηκε θανάσιμα σε σύγκρουση με την αστυνομία.

Η σφαγή στην Άκκα Λαρέντια ήταν ένα σημείο καμπής στα Μολυβένια χρόνια. Μεταξύ της ακροδεξιάς νεολαίας, είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι η ένοπλη αντίσταση ήταν η μόνη κατάλληλη μέθοδος ενός αντικομμουνιστικού αγώνα. Οι ηγέτες του MSI άρχισαν να θεωρούνται ανίκανοι, επιρρεπείς σε παραχωρήσεις και ακόμη και σε προδοσία. Το ιταλικό κράτος θεωρήθηκε τώρα ως συνεργός των κομμουνιστών ή ως ο κύριος εχθρός. Ο ιδεολογικός μέντορας αυτής της γραμμής ήταν ο νεοφασίστας τρομοκράτης Πιερλουίτζι Κονκουτέλλι, ο οποίος εκείνη την εποχή εκτίε ποινή ισόβιας κάθειρξης για τη δολοφονία του δικαστή Βιτόριο Οκόρσιο. Ο Κονκουτέλλι θεωρούνταν η μόνη πολιτική εξουσία για τους Ένοπλους Επαναστατικούς Πυρήνες.

«Οι φασίστες επαναστάτησαν εναντίον της αστυνομίας, οι φασίστες πυροβόλησαν την αστυνομία. Αυτό σηματοδότησε το σημείο μη επιστροφής».

— Φραντζέσκα Μάμπρο

Στις 28 Φεβρουαρίου 1978, οι αδερφοί Φιοραβάντι. ο Φράνκο Ανσέλμι, ο Αλεσάντρο Αλιμπράντι, ο Ντάριο Πεντρέτι, και άλλοι πυροβόλησαν μια ομάδα κομουνιστών στην Πιάτσα Σαν Τζοβάνι. Ο «κόκκινος» Ρομπέρτο Σιαλάμπα σκοτώθηκε από τις σφαίρες του Ανσέλμι και του Φιοριαβάντι. Έτσι, οι Ένοπλοι Πυρήνες χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά όπλα και διέπραξε δολοφονία. Τα θύματα της Άκκα Λαρέντια πήραν την εκδίκηση τους.

Στις 6 Μαρτίου 1978, ακτιβιστές των Ένοπλων Πυρήνων λήστεψαν ένα κατάστημα όπλων. Ταυτόχρονα, ακολούθησε συμπλοκή στην οποία σκοτώθηκε ο Φράνκο Ανσέλμι. Ο θάνατός του συγκλόνισε τους Πυρήνες, ειδικά τον συναισθηματικό Βαλέριο Φιοραβάντι. Από τότε, ο Ανσέλμι ανακηρύχθηκε «μάρτυρας του αγώνα των Ένοπλων Πυρήνων» και υπήρχε εξτρεμιστική δράση κάθε χρόνο τον Μάρτιο για να τιμήσει τη μνήμη του.

Συνεργασία με τη μαφία

Επεξεργασία

Η αποτυχία των Πυρήνων να βρούνε οπλισμό τους οδήγησε στην αναζήτηση επαφών με εγκληματικές συμμορίες, όπου θα υπήρχε μια αδιάκοπη προμήθεια όπλων και οικονομικών πόρων. Ο διαμεσολαβητής μεταξύ των Πυρήνων και της συμμορίας Μαγκλιάνα της μαφίας (Banda delle Magliana) ήταν ο Μασίμο Καρμινάτι, ένας παιδικός φίλος του Φιοραβάντι, ο οποίος αρχικά διακρίθηκε από εγκληματικό προσανατολισμό.

Οι ηγέτες της συμμορίας Μαγκλιάνα, συμπεριλαμβανομένου του ιδρυτή της Φράνκο Τζουζεπούτσι, ήταν φασιστές. Οι νεοφασιστές όπως ο Καρμινάτι, ο Φιοραβάντι και ο Αλιμπράντι ήταν έτοιμοι για οποιαδήποτε εγκληματική δραστηριότητα. Υπήρξε ένα αμοιβαίο ενδιαφέρον το οποίο ήταν βασισμένο σε αρχές αντι-κρατικής υπόστασης και των δύο πλευρών όπου και καθόρισε την αντοχή των σχέσεων.

«Θυμάμαι, συγκεκριμένα, ότι η Μαγκλιάνα επεσήμανε μέρη και ανθρώπους για ληστείες. Τα έσοδα προήλθαν από τις ενέργειες της ακροδεξιάς νεολαίας. Ο Αλιμπράντι και δύο άλλοι συγκέντρωσαν χρήματα και εξάλειψαν τους εχθρούς της Μαγκλιάνα. Ο Καρμινάτι μου είπε, νομίζω ότι το Φεβρουάριο του 1981, σκότωσε δύο».

— Κριστιάνο Φιοραβάντι

Οι πιο γνωστές ενέργειες της μαφίας-φασιστικής συνεργασίας:

  • Ληστεία του υποκαταστήματος της Chase Manhattan Bank στη Ρώμη στις 27 Νοεμβρίου 1979 (Καρμινάτι, Φιοραβάντι, Αλιμπράντι)
  • Η δολοφονία του εμπόρου καπνού Τεοντορ Πουγκλιέζε επειδή αρνήθηκε να πληρώσει για προστασία στις 17 Απριλίου 1980 (Καρμινάτι, Αλιμπράντι)
  • Γιάφκα όπλων για αρκετά χρόνια στο υπόγειο του ιταλικού Υπουργείου Υγείας (ανακαλύφθηκε τον Νοέμβριο του 1981).
  • Δολοφονία στις 20 Μαρτίου 1979 του δημοσιογράφου Μίνο Πεκορέλι, ο οποίος διερευνούσε δραστηριότητες της μαφίας.

Ο Καρμινάτι και οι αδελφοί Φιοραβάντι ήταν ύποπτοι για αυτήν, αλλά στη δίκη που έγινε αθωώθηκαν λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.

Ο ένοπλος αγώνας

Επεξεργασία

Οι πρώτες τρομοκρατικές ενέργειες του ιστορικού πυρήνα των Ένοπλων Επαναστατικών Πυρήνων ήταν επιθέσεις εναντίον στόχων που σχεδιάστηκαν με έναν εντελώς αυτοσχέδιο τρόπο. Το βάπτισμα της πυρός πραγματοποιήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1977 όταν επιτέθηκαν στην είσοδο της εφημερίδας Il Messaggero στη Ρώμη, με βόμβες μολότοφ.

Στις 4 Ιανουαρίου 1978 μια ομάδα κομάντο 5 ατόμων μπήκε στα εκδοτικά γραφεία της Corriere della Sera, πάλι στη Ρώμη, απειλώντας τους υπαλλήλους με όπλα και έπειτα ρίχνοντας τρεις βόμβες μολότοφ, μια από τις οποίες που πέταξε ο Φράνκο Ανσέλμι, χτύπησε κατά λάθος τον θυρωρό του κτηρίου στο κεφάλι, προκαλώντας του βαριά εγκαύματα.

Μετά την έκρηξη στην Μπολόνια

Επεξεργασία

Στις 2 Αυγούστου 1980, σημειώθηκε έκρηξη στον Κεντρικό Σταθμό της Μπολόνια, όπου 85 άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 200 τραυματίστηκαν. Η δημοτικότητα των αριστερών δυνάμεων και η επιρροή του ICP στη Μπολόνια συνέβαλαν στην προώθηση της άποψης ότι ήταν μια νεοφασιστική τρομοκρατική επίθεση.

Στις 26 Αυγούστου 1980, η εισαγγελία της Μπολόνια εξέδωσε 28 εντάλματα σύλληψης υπέρ ακροδεξιών ακτιβιστών. Επτά από αυτούς ήταν ακτιβιστές των Πυρήνων: Βαλέριο Φιοραβάντι, Φραντζέσκα Μάμπρο, Μάριο Κόρσι, Πάολο Πιτσόνι, Λουίτζι Κιαβαρντίνι, Φραντζέσκο Μπιάνκο και Αλέσαντρο Πούτσι. Οι Επαναστατικοί Πυρήνες αρνήθηκαν κατηγορηματικά κάθε αναμίξη τους στην τρομοκρατική επίθεση στην Μπολόνια.

«Αυτή η ενέργεια δεν έχει καμία σχέση με εμάς. Ποτέ δεν επιτεθήκαμε σε πολίτες».

— Βαλέριο Φιοραβάντι

Περαιτέρω ανάγνωση

Επεξεργασία

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «Fioravanti e lo spontaneismo armato dei NAR» (στα it). Corriere della Sera. 2009-08-03. http://www.corriere.it/cronache/09_agosto_03/fioravanti_terrorismo_nar_2caac0be-8049-11de-bb07-00144f02aabc.shtml. Ανακτήθηκε στις 2019-10-10. 
  2. Minnucci, Marzia (2014). «A destra del MSI: evoluzione armata della destra radicale». LuissThesis (School of Electronics and Computer Science, University of Southampton): 3. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2019-03-21. https://web.archive.org/web/20190321062412/https://tesi.luiss.it/13178/2/minnucci-marzia-sintesi-2014.pdf. Ανακτήθηκε στις 2019-10-10. 
  3. Bianconi, Giovanni (2007). A mano armata. Vita violenta di Giusva Fioravanti (στα Ιταλικά). Ρώμη: Biblioteca Universale Rizzoli. ISBN 88-586-0278-1.