Άγιοι Ομολογητές

χριστιανοί άγιοι
Για συνοικία του Δήμου Λευκωσίας, δείτε: Άγιοι Ομολογητές (συνοικία Λευκωσίας).

Άγιοι Ομολογητές αποκαλούνται οι Άγιοι Γουρίας, Σαμωνάς και Άβιβος.[1][2][3]

Ο Άγιος Γουρίας καταγόταν από τη Σαργωκητία και ο Άγιος Σαμώνας από τη Γαναδά. Λόγω του χριστιανικού τους έργου συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της Έδεσσας Αντωνίνο την εποχή των διωγμών επί Διοκλητιανού. Τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό. Όταν αρνήθηκαν και ομολόγησαν την πίστη τους βασανίστηκαν και αποκεφαλίσθηκαν.[1][2]

Ο Άγιος Άβιβος έζησε μερικά χρόνια αργότερα. Καταγόταν από ένα χωριό της Έδεσσας, την Αποθελσαία. Ήταν ιεροδιάκονος την εποχή του Λικίνιου. Δίδασκε τον Χριστιανισμό και προσέλκυε πολλούς ειδωλολάτρες. Για τον λόγο αυτό ο ηγεμόνας Λυσανίας τον συνέλαβε, τον κρέμασε σε στύλο και τον έσχισε με σιδερένια νύχια. Ακολούθως τον οδήγησε έξω από την πόλη και τον έριξε μέσα σε φωτιά.[1][2]

Η ορθόδοξη εκκλησία τιμάει την μνήμη τους στις 15 Νοεμβρίου κάθε έτους.[1]

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 «Ορθόδοξος Συναξαριστής :: Άγιοι Γουρίας, Σαμωνάς και Άβιβος οι Ομολογητές». www.saint.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Δεκεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2018. 
  2. 2,0 2,1 2,2 «Οι άγιοι μάρτυρες Γουρίας, Σαμωνάς και Άβιβος». www.e-minima.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Δεκεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2018. 
  3. «ΑΓΙΟΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ: Τα αρχοντικά συνάντησαν τις πολυεθνικές». 29 Ιανουαρίου 2018. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Δεκεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2018. 

Υμνογραφία

Επεξεργασία

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Tριάδος ἰσάριθμοι τῆς Ὑπερθέου, σαφῶς Γουρίας καὶ Ἄβιβος καὶ Σαμωνᾶς ὁ κλεινός, ἔνθεοι ὑπάρχοντες ταύτην τοῖς ἀσεβέσιν ὡμολόγησαν ἅμα ἄθλων τὴν τρικυμίαν ἀβλαβῶς διελθόντες· καὶ νῦν ἡμᾶς κυβερνῶσιν ὅρμον πρὸς ἄκλυστον.

Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Ἐξ ὕψους σοφοί, τὴν χάριν κομισάμενοι, τῶν ἐν πειρασμοῖς, προΐστασθε πανεύφημοι· διὸ κόρην Ἅγιοι, ἐκ θανάτου πικροῦ ἐῤῥύσασθε· ὑμεῖς γὰρ ὄντως ὑπάρχετε, Ἐδέσσης ἡ δόξα, καὶ τοῦ κόσμου χαρά.

Κάθισμα

Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Τριάδος τῆς σεπτῆς, καταγγέλλοντες πίστιν, πολύθεον Σοφοί, τῶν εἰδώλων ἀπάτην, ἀνδρείως καθείλετε, ὡς τῆς πίστεως πρόμαχοι, κόρην ζῶσαν δέ, κατακλεισθεῖσαν ἐν τάφῳ, διεσώσατε, θανατηφόρου κινδύνου, ὑμᾶς μακαρίζουσαν.

Ὁ Οἶκος

Τῆς τοῦ ἐχθροῦ δουλείας με ῥῦσαι, Ἰησοῦ ζωοδότα, ταῖς τῶν σῶν ἀθλητῶν ἐντεύξεσι δυσωπούμενος, ὅπως ἀδούλωτον κεκτημένος, τῶν παθῶν τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα, ἀνευφημῶ τὴν αὐτῶν ὀξυτάτην βοήθειαν· προφθάσαντες γάρ, τοῦ θανάτου ἐρρύσαντο κράζουσαν τὴν κόρην, ἣν περ παρέθετο ἐκβοῶσα ἡ μήτηρ τοῖς μάρτυσιν· Ὑμεῖς ὄντως ὑπάρχετε, Ἐδέσσης ἡ δόξα, καὶ τοῦ κόσμου χαρά.[1]